| Η γειτόνισσα
Πω πω μια μου γειτόνισσα, έκρουσε την καμπάνα,
και βρόντηξε και άστραψε, τρανή γλωσσοκοπάνα,
ενάντια στον κύρη της , τον άντρα τον καλό της,
πού ‘πινε απ’ το ποτήρι της κι έπαιρνε το μυαλό της.
Την βέρα πίσω ζήτησε, -άραγε τι συμβαίνει ;-
μάλλον η ζήλια νίκησε και είναι τρελαμένη,
λόγος πως την κεράτωσε ακούστηκε πως δήθεν
κι αφού η καρδιά της μάτωσε τον έστειλε κακείθεν.
Μπλέχτηκαν μάνες και παιδιά, κατάρες και φοβέρες,
για μια μικρή αναποδιά, να πεταχτούν οι βέρες,
μπλέχτηκαν γίδια και καημοί τσοπάνηδες και στάνες,
μα μάλλον είναι πειρασμοί κι επιθυμίες πλάνες,
γιατί όποιος ορέγεται να παίξει την παρδάλω,
τι σκέφτεται δεν λέγεται, να πλήξει αθώο άλλο..
Αχ βρε κοπέλα σύνελθε, τον έχεις αποπάρει.
Πως χθες τον έλεγες Θεό και σήμερα γομάρι ;
Πώς έφερες ορυμαγδό, μεγάλη παραζάλη,
να πεις τ’ αγόρι σου λουμνό κι ως τα έφτιαξε με άλλη ;
Πετάχτηκες σαν την πορδή και λες : ---"Αυτός μου φταίει" !!!
πατώντας πάνω σε χορδή του κόσμου τα ελέη.
....που βρήκες –δήθεν- και με ποιά τα έχει αυτός φτιαγμένα
και τα καντύλια σαν τσαμπιά τα χεις κατεβασμένα.
Οι ομορφιές είναι πολλές, και σου χουν φέρει ζάλη
μα όταν έχεις ακεφιές δεν φταίν πάντα οι άλλοι…..
Άντε τώρα χαλάρωσε,
σαν ηρεμιστικό χαπάκι, τα λόγια μου καμάρωσε
… και γράψε ένα στιχάκι !!…
(Όταν βιάζομαι γράφω σε πεζό, μα τώρα βρήκα χρόνο και το διόρθωσα αυτό…)
-.-
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|