Ο Χρονος δεν προσπερναγε τους ηχους
στο ταξιδεμα τους μεχρι τους βραχους
η Πτωση ματαιη στεκει
μια και ο Θανατος περιπλανιοταν πιο ψηλα
στις φωλιες των γλαρων
στις σπηλιες των αγριοπεριστερων
οι κυνηγοι από μια βαρκα σημαδευουν το βουνο
που με διδασκει σε μια γλωσσα γνωστη
η γνωση της γεννιεται μαζι με τον θανατο μας στη ζωη
μια βοηθεια που αρνιομαστε ευγενικα...
χρυσα σταχια στο καμπο
εκτυφλωτικα , τραγουδουν
το τραγουδι της βροχης με νοτες
θυμησες που ο αγερας τις παρεσυρε...
...
Μια γρια εμφανιστηκε από ένα βραχο
και με κελαριστη φωνη μου λεει
Γδυσου!...αρνηθηκα ευγενικα
γελασε και με προσταξε να την ξεντυσω τοτες
Φορουσε στρωματα από ρουχα κάθε λογης
Μα οσο την βοηθουσα να λευτερωθει
τοσο ομορφαινε και την ποθουσα
μεχρι που εμεινε γυμνη
Γδυθηκα στο λεπτο!
με φιλησε στο μετωπο και τρεχοντας
χαθηκε πισω απ΄ την πικροδαφνη
Μια σκεψη παραμενει στο μυαλο μου
ξεχαστηκαμε κι ολο την ντύνουμε την Αρμονια
Κατεβηκα απ'τα συννεφα σε υπονομους και σηματα
φτηνα συναισθηματα , ψευτικες ηττες...
ψευτικες νικες...