|
Ἔχων σώας τὰς φρένας
«Ἡ λ. τράπεζα (τρα-πεδ-jα) εἶναι σύνθ.τ., τοῦ ὁποίου τὸ α´ συνθετικὸ τρα- προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀριθμητικὸ τέσσαρες, ἐνῶ τὸ β΄ συνθετικὸ ἀνάγεται στὴν ἀπαθὴ βαθμίδα τῆς ρίζας πεδ- τῆς λ. πούς.» Ἐτυμολογικὸ λεξικό, ΠΑΠΥΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ γιὰ τὰ τετράποδα πρέπει νὰ τὴν κληρονόμησα ἀπ’ τὸν πατέρα μου πού, καθότι νησιώτης, δηλαδὴ Νιώτης, ἔτρεφε σχεδὸν ἱερὴ λατρεία γιὰ τὶς γάτες. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ξεκίνησε καὶ ἡ δική μου ἀγάπη, γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ, σιγὰ σιγά, καὶ σὲ ὅλα τ’ ἄλλα τετράποδα. Σήμερα, μαγκούφης πάντα καὶ συνταξιοῦχος πλέον, συζῶ, κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, μὲ μία γάτα, τρία σκυλιά, δώδεκα καρέκλες, ἕνα κρεβάτι καὶ ἕνα τραπέζι. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὄντα χαίρουν, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους τὸ καθένα, τῆς ἀπεριόριστης ἐκτιμήσεώς μου καὶ τοῦ εἰλικρινοῦς θαυμασμοῦ μου: ἡ γάτα, γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πνεύματός της, τὴν διακριτική, ἀθόρυβη παρουσία της, τὴ διατροφική της ἐγκράτεια καὶ τὴν ἁρμονικὴ κίνησή της μέσα στὸ χῶρο· τὰ σκυλιά, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ποὺ τρέφουν γιὰ μένα καὶ τὴ μοναδικὴ ἱκανότητά τους νὰ ἐκφράζουν αὐτὰ τὰ συναισθήματα, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ ἢ τὴ θλίψη τους, μὲ τὰ ἰδιαίτερα ὁμιλητικὰ μάτια τους· οἱ καρέκλες γιὰ τὴν ἀνεκτικότητά τους, τὴν ἀντοχή τους στὸ βάρος μου καὶ τὸ ὑποκριτικὸ ταλέντο τους στὸ νὰ προσποιοῦνται ὅτι προσαρμόζονται στὴ φόρμα τοῦ κορμιοῦ μου, ἐνῶ εἶναι, στὴν οὐσία, αὐτὲς ποὺ διαμορφώνουν αὐτὴ τὴ φόρμα· τὸ κρεβάτι, γιὰ τὸ νανουριστικὸ καὶ ὀνειροποιὸ χάρισμά του καί, τέλος, τὸ τραπέζι, τὸ πιστότερο καὶ λιγότερο ἀπαιτητικὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου γιὰ τὴν ὑπομονή του, τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πιὸ παράταιρες ἐπιθυμίες ἢ ἀνάγκες μου καὶ τὴν ἀνθεκτικότητά του στὶς κακουχίες ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς χρῆστες του ἢ τὸν χρόνο. Ὑπομονετικό, ἴσως ἀκόμη περισσότερο κι ἀπ’ τὸ τραπέζι, ἤτανε, κάποτε, στὰ νιάτα ἢ στὰ δικά μου, καὶ τὸ κρεβάτι. Καὶ τί δὲν εἶχε, τότε, ὑπομείνει ἀπὸ τὶς θυελλώδεις ἐρωτικὲς συνευρέσεις μου πάνω στὸ καταπονημένο στρῶμα του, ἀπ’ τοὺς ἀτέρμονους ὕπνους μου, μετὰ ἀπό, μέχρις ἀναισθησίας ὁλοήμερες ἢ ὁλονύχτιες κραιπάλες… Κάποια στιγμή, ὡστόσο, ἄρχισε νὰ ἐπαναστατεῖ. Τώρα ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀγριεύει κι ἀρχίζει νὰ καλπάζει γύρω γύρω στὸ δωμάτιο, νὰ μὲ τινάζει ἀπὸ πάνω του· κάποτε, μάλιστα, μὲ ποδοπατᾶ κιόλας. Ὅσο γιὰ τὸ ὀνειροποιὸ χάρισμά του, ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ σὲ ἐφιαλτοποιό. Ἀκόμη κι ὅταν δὲν μὲ ἀδειάζει ἀπὸ τὴ ράχη του, μάτι δὲν κλείνω ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἀνυπομονῶ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ἀφιλόξενη ἀγκαλιά του, νὰ γλιτώσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ φρικτὴ αἴσθηση ὅτι οἱ κουβέρτες δὲν εἶναι κουβέρτες ἀλλὰ χώματα ποὺ κάποιοι φτυάρισαν ἐπάνω μου. Ὡστόσο, ἐγώ, ἀναγνωρίζοντας τὶς ὑπηρεσίες πού, κάποτε, ἀφειδῶς μοῦ πρόσφερε, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὴ σημερινὴ συμπεριφορά του εἶμαι ὁπωσδήποτε συνυπεύθυνος, δὲν ἔπαψα καὶ οὔτε ποτὲ θὰ πάψω νὰ τὸ καλύπτω γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ γῆρας του, μὲ τὰ πιὸ ὡραῖα, τὰ πιὸ φανταχτερὰ κλινοσκεπάσματα. Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀφοσίωση ἀπολαμβάνουν καὶ τὰ ἄλλα τετράποδά μου. Μὲ τὴ γάτα καὶ τὰ σκυλιά μου τρῶμε σχεδὸν ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο καὶ πάντα φροντίζω νά ’χουν καθαρὸ νερό, δροσιὰ τὸ καλοκαίρι, θαλπωρὴ τὸ χειμώνα καὶ πλουσιοπάροχα χάδια πάνω στὸ ὑγιὲς καὶ ἁπαλὸ τρίχωμά τους. Ὅσο γιὰ τὶς καρέκλες μου, αὐτὲς χρήζουν εἰδικῆς μεταχειρίσεως, καθότι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια τόσο καὶ λιγοστεύουν τῆς μοναξιᾶς μου οἱ ἐπισκέπτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νιώθουν, οἱ καημένες, σὰν ἀπόμαχες ἀρσιβαρίστριες. Γιὰ νὰ διασκεδάσω, λοιπόν, αὐτὴ τὴ θλιβερὴ διάθεσή τους, τὶς χρησιμοποιῶ ὅλες ἐναλλάξ, κάνοντας, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τὸν γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὥστε καμιά τους νὰ μὴ μείνει παραπονεμένη. Εἶναι σαφὲς πὼς σ’ ὅλα τα τετράποδά μου φέρομαι σὰν στοργικὸς πατέρας ποὺ παραμελεῖ, ἐντούτοις, τὸ πιὸ καλὸ παιδί του, τὸ πιὸ πιστὸ καὶ τὸ λιγότερο διεκδικητικό, γιατὶ θεωρεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του δεδομένη, αὐτονόητη. Ἐνῶ, φυσικά, τὸ τραπέζι μου, τὸ πιὸ σταθερό, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ συνετὸ καί, παρὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ κάπως ἀφελὴ χαρακτήρα του, τὸ πιὸ σοφὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου. Στέκεται ἀκλόνητο στὰ τέσσερα χοντρά του πόδια, ἐδῶ, στὸ κέντρο τῆς κουζίνας, προσφέροντας τὴ ράχη του ὄχι γιὰ χάδια ἀλλὰ γιὰ χρήσεις, κάθε εἴδους χρήσεις. Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἀργασμένη ράχη, τὴ γεμάτη ρόζους καὶ καψίματα ἀπὸ τσιγάρα, ἀμέτρητες φορὲς ζυμώθηκαν ψωμιὰ καὶ φύλλα ἀνοίχτηκαν, γιὰ πίτες καὶ σκαλτσούνια, κρέατα τεμαχίστηκαν, ποτίζοντας μὲ τὸ αἷμα τους τὶς ἴνες της, σάλτσες καυτές, κρασιὰ χαρᾶς, δάκρυα πένθους καὶ καφέδες τῆς παρηγοριᾶς χυθήκανε, σκεύη μόλις κατεβασμένα ἀπὸ τὴ φωτιά, νύχια ἀνυπόμονα ἢ νευρικά, γροθιὲς ὀργῆς, ἀγκῶνες, ποὺ στηρίξανε τὴ σκέψη, τὴν ἀπόγνωση ἢ τὴν ὀνειροπόληση, ἀφῆσαν, ἀνεξίτηλα, τὰ ἴχνη τους, ποιήματα θνησιγενῆ καὶ ἄλλα, θνητὰ κι αὐτὰ ἀλλὰ μακροβιότερα, χαράχτηκαν… Ἐτοῦτο τὸ τραπέζι εἶν᾽ ὁλόκληρη ἡ ζωή μου καί, τώρα, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, γέρος πλέον κι ἐγώ, βλέπω ξανὰ ὅσους κατὰ καιροὺς καθίσαν γύρω του ἢ καὶ χορέψαν πάνω του (γιατὶ κι αὐτὸ συνέβη), φίλους, ἐχθροὺς ἀλλὰ καὶ ἀδιάφορους γνωστοὺς (δεχόταν, βλέπετε, ἀδιαμαρτύρητα τοὺς πάντες), ὅσους χαθήκανε γιὰ πάντα, ἀφοῦ ἄλλους τοὺς ρούφηξε ἀνεπιστρεπτὶ ἡ λαίμαργη αἰωνιότητα κι ἄλλοι ἀμαχητὶ παραδοθήκανε στῆς καθημερινότητας τὴν Κίρκη. Μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, κοιτάζω τὸ τραπέζι μου καὶ τύψεις μὲ καταλαμβάνουνε φρικτές. Μετὰ ἀπὸ τόσα ποὺ ἐπὶ χρόνια ἔκανε γιὰ μένα, τίποτε ἐγὼ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω κάνει. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸ ἀποζημιώσω, σκέφτομαι, μὲ ἁπαλὸ γυαλόχαρτο νὰ τὸ λειάνω, μὲ ἐκλεκτὸ βερνίκι νὰ καλύψω τὶς ρυτίδες του, μὲ πλουμιστὸ τραπεζομάντιλο νὰ τὸ σκεπάσω. Μὲ ὅλ’ αὐτὰ τὰ καλλωπίσματα ὅμως θὰ ἔφραζαν οἱ πόροι του, καὶ τότε πῶς θά ’ταν δυνατὸν νὰ συνεχίσει νὰ ὀσμίζεται στὸ μέλλον καὶ τὶς ὀσμὲς τοῦ παρελθόντος νὰ ἀναδίδει; Ὄχι, ὄχι! Ἔτσι φτιασιδωμένο θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ὂν καὶ θὰ γινόταν ἔπιπλο, δίχως ψυχὴ ἀντικείμενο. Πῶς θά ’ταν δυνατὸν μιὰ τέτοια προσβολὴ ἐγὼ νὰ κάνω σ’ αὐτὸ τὸ πλάσμα πού, μὲ ὅσα ἔχει ζήσει κι ἔχει δεῖ, εἶναι πλέον σοφότερο ἀπ’ ὅσους κάθισαν ποτὲ τριγύρω του; Ὄχι καὶ πάλι ὄχι! Ἄλλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του, ναί, κι ἀφοῦ τὸ συνετότερο, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ δίκαιο ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τετράποδά μου εἶναι, κι ἀφοῦ εἶναι σίγουρο πὼς ἡ ζωή του πιὸ μακρὰ ἀπ’ τὴ δική μου θά ’ναι, μοναδικό μου κληρονόμο θὰ τὸ καταστήσω καὶ ὅ, τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω σ’ αὐτὸ θὰ τὸ ἀφήσω. Ναί, αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του! Καί, γιὰ νὰ μὴ λέμε καὶ ξελέμε, καθισμένος τώρα, ἐδῶ, πλάι του, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, ἀρχίζω νὰ συντάσσω τὴ διαθήκη μου ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς: Ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος Ἀργύριος Χιόνης τοῦ Στεφάνου καὶ τῆς Μαρίας, τὸ γένος Στυλιανουδάκη, γεννηθεὶς ἐν Ἀθήναις τὴν 22αν Ἀπριλίου τοῦ 1943, μόνιμος κάτοικος ἀπὸ τοῦ ἔτους 1992 καὶ ἐντεῦθεν τοῦ χωρίου Θροφάριον τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ἐπαγγελλόμενος τὴν ποίησιν (ἐὰν ἡ ποίησις δύναται νὰ θεωρηθῆ ἐπάγγελμα) καὶ ἔχων σώας τὰς φρένας καὶ ὑγείαν φθίνουσαν μὲν ἀλλὰ οὐδόλως ἐπηρεάζουσαν τὴν πνευματικὴν διαύγειάν μου, καθιστῶ, διὰ τῆς παρούσης διαθήκης, γενικὴν κληρονόμον ὅλης τῆς κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας μου ἀποτελουμένης ἀπὸ ἀγροτεμάχιον ἐκτάσεως ἕξι καὶ ἡμίσεος στρεμμάτων, διώροφον κατοικίαν ἑκατὸν καὶ τριάκοντα τετραγωνικῶν μέτρων, καθὼς καὶ τὸ σύνολον τῶν (μηδαμινῆς ἢ ἀμυθήτου ἀξίας — ποῖος δύναται σήμερον νὰ γνωρίζη;) πνευματικῶν δικαιωμάτων μου, τὸ προσφιλέστερον τῶν τετραπόδων μου, τὴν τράπεζάν μου, ὑπὸ τὸν μοναδικὸν ὅρον ὅτι αὕτη θὰ ἔχη ὑπὸ τὴν σκέπην της τὰ ὑπόλοιπα τετράποδά μου, προσφιλῆ ἐπίσης, ἀνίκανα, ἐντούτοις, ὅπως μεριμνῶσιν διὰ τὴν διαβίωσίν των. Ἡ παροῦσα συνετάχθη ἐν Θροφαρίῳ τὴν 16ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 2009. Ὁ κληροδοτῶν Ἀργύρης Χιόνης ΥΓ. Καὶ ἐπειδὴ ὑποπτεύομαι ὅτι πλεῖστοι ὅσοι θὰ ἀποπειραθοῦν νὰ προσβάλουν τὴν παροῦσαν διαθήκην, δηλῶ, διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν κατηγορηματικῶς, ὅτι συνέταξα ταύτην ΕΧΩΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ!
Αργύρης Χιόνης (22 Απριλίου 1943 – 25 Δεκεμβρίου 2011)
Το διήγημα «Έχων σώας τας φρένας» προέρχεται από την ομότιτλη συλλογή «Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες» (
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|