| ΔΕΝ ΜΟΙΡΑΝΑΝ ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ
Είχε δυο μάτια σαν φωτιές,
χείλη που στάζαν μέλι,
το πρόσωπο της φωτεινό,
κι ένα κορμί σαν χέλι,
είχε καρδιά μικρού παιδιού,
ψυχή με φως γεμάτη,
ήταν για κείνην ο ουρανός,
και της ζωής τ αλάτι,
δεν ήταν όμως τυχερό,
δεν μοίραναν οι μοίρες,
να την κοιτά να χαίρεται,
ήρθανε μέρες στείρες,
παίξαν παιχνίδια άσχημα,
της κλέψαν την ανάσα,
τα δυο της χείλη τώρα πια,
παντοτεινά σωπάσαν,
της πήραν το κορίτσι της,
της κλέψαν τ οξυγόνο,
την άφησαν και βούλιαξε,
και ζει μέσα στον πόνο,
είχε δυο μάτια ζωντανά,
πρόσωπο σαν φεγγάρι,
μα ήρθε ο χάρος σήμερα,
μαζί του να την πάρει.
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|