Τη Κυριακή σε μέτρησα κι ωσότου φτάσει η νύχτα
φανήκαν τα σημάδια σου, και σου ‘λεγα όλα δείχτα
μα εσύ έμπαινες μες στ’ όνειρο μ’ ένα λευκό καπέλο
στην αγκαλιά μου κούρνιαζες, και μου ‘λεγες: «σε θέλω»
Οδήγησέ με κει που ξέρεις για όσα λες
πως λαμπυρίζουν στο κορμί σου ανατολές,
τα μονοπάτια τα κρυφά σου δεν γνωρίζω
στο τεντωμένο σου σκοινί μόνος βαδίζω
Την Κυριακή σε μέτρησα ασίγαστη η φωτιά σου
μέσα της στάχτη έγινα χανόμουν στη ματιά σου
κι όσοι μου λεν τον έρωτα γεννήσαν βρυκολάκοι
ποτέ νερό δεν κύλισε στης μοίρα τους το αυλάκι
Οδήγησέ με κει που ξέρεις για όσα λες
πως λαμπυρίζουν στο κορμί σου ανατολές,
τα μονοπάτια τα κρυφά σου δεν γνωρίζω
στο τεντωμένο σου σκοινί μόνος βαδίζω