|
Στα κουρασμένα παπλώματα , έπεσε πάλι το εφταγάλανο κορμί σου,
χεραγκαλιά μ’ακάθαρτες σκέψεις που ροβολούν στου λογισμού το καταπράσινο αλώνι...
Της αμαρτίας πορφυρό κρασί τα χείλη βάφει με τ’αστέρια της νυκτός
κι’η λαμπυράδα αντιλαμψίζει στο θαλασσινό καθρέφτη της αβύσσου.
Κι η αμφιβολία να χτυπά αργά και βασανιστικά ,
σκέψεις ν’αντιπαλεύγουν την αλήθεια
Κι’εξω να ν’ακούς μονάχα ήχους της βροχής...
Είναι το τέλος του Νοέμβρη ασημένιο ,
ένα χαρκιό που βάφει άγρια το μπλάβο,
Τα φύλλα χρυσοκίτρινα πεθαίνουν και ο χειμώνας ρίχνει ψύχους σα΄ι’τιές...
Φυσάει το αγέρι παγωμένο κι εγώ μετρώ τους χτύπους της καρδιάς
΄΄τικ-τακ’’ εκείνη κάνει σαν χορδή ξεχουρδισμένη του απόλλωνα ...
Στη γκριζογάλανη παχιά χαίτη τ’ουρανού χιλιμιντρούν ο δούρειος ίππος κι’ ο Αρρείων...
Αξέγνοια παιγνιδίζουν και η Αργώ ιπτάμενη,
τα πάντα βλέπει με το μάτι της αλήθειας,
ενώ η δωδωναία Δρυς μιλεί ερωντικά για τον Φανό.
Μακάρι όλοι να βλεπαν αυτά που βλέπω....
Τα μάθια σου είναι της αβύσσου τα ρουμπίνια.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|