| Το Ελεφαντάκι της Θείας μου Έχει Πονόδοντο
Η πρόβα είχε τελειώσει (ας πούμε επιτυχώς για τα δεδομένα μας…).
Ήταν ακόμη μια από εκείνες τις βιαστικές, ψυχοφθόρες -και ίσως μάταιες- πρόβες που κάναμε άρον - άρον, στο σπίτι του ντραμίστα, όταν εντός διημέρου επρόκειτο να παίξουμε ζωντανά σε κάποιο -παντελώς άγνωστο- μικρομάγαζο του Αθηναϊκού κέντρου. Συνήθως ήταν κάπου στα Εξάρχεια (ή “Εξάχρεια” κατά τον κόμη Cherubini, ή “Εξάθλια” κατά τον υποφαινόμενο), άλλοτε στην -ψυχαγωγικά ανερχόμενη τότε-, περιοχή τού Ψυρρή, κι άλλοτε σε κάτι μυστήρια καταγώγια περί το Σχιστό ή τη Δραπετσώνα.
Το σωστό γκρουβάρισμα παρέμενε άπιαστο όνειρο, καθώς έκαστος εξ ημών διέθετε τον προσωπικό του εσωτερικό μετρονόμο, ενώ οι διαφορετικές αισθητικές προσλαμβάνουσες (συνδυαζόμενες με την εγγενή καλαμπορτζιά μας), αντί να συνυφαίνονται και να δημιουργούν την Νέα Ύλη που οραματιζόμουν, άναβαν φυτιλιές σύγκρουσης μέσα στη μικρή ορχήστρα.
Πως, επι παραδείγματι, να πείσεις τον -εξόφθαλμα βυζαντινιστή- δεξιοτέχνη μπουζουξή να κάνει σόλο σε μπλου τονική, πατώντας σε ένα ριφ… σαμπάχ(!), ενώ, ο εκ του δημώδους άσματος προερχόμενος αοιδός μας (βαθιά θρησκευόμενος και κομμουνιστής) να δεχτεί να φορέσει σκουλαρίκια και να χτενίσει τα μαλλιά του ‘κοκοράκι’, βαμμένα πράσινα για… “σημειολογική αντίστιξη”;
Όπως και να ‘χει, η πρόβα είχε τελειώσει επιτυχώς και οι συνεργάτες μας αποχώρησαν βιαστικά, να πάνε να βρουν τις μέλλουσες συζύγους τους, να “τις βγάλουν έξω” γιατί δεν έπαυαν να “έχουν και προσωπική ζωή”. Απομείναμε μόνοι, ο Αλέκος ο ντραμίστας, κι εγώ.
“Η νέα μου ανακάλυψη: έχεις δοκιμάσει πίτσα ‘scampi’ με γαρίδες και καυτερές πιπεριές εξτρά;”, είπε ο Αλέκος, καθώς αποσυναρμολογούσε τα τομ από την γκρανκάσσα.
“Λες για το Ελεφαντάκι;”, αποκρίθηκα. “Τη γαμάμε τη δίαιτα, πάλι;”
“Και δίχως βαζελίνη”, απάντησε εκείνος. “Θα τη συνοδέψουμε και με τη σπιτική μπύρα που παρασκευάζω. Μέσα;”
Χάιδεψα ελαφρά την ευμεγέθη κοιλιά του, κοιτώντας τον ειρωνικά.
“Το Ελεφαντάκι της Θείας μου Έχει Πονόδοντο…”, ψιθύρισα.
Ο Αλέκος κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο, ενώ εγώ έβγαζα από τη θήκη του μπουζουκιού μου ένα μικρό, μεταλλικό, πλακέ μπουκάλι.
“Έχω εδώ και το βιδάνιο”, του είπα. Άπλωσε το χέρι του και, καθώς πάταγε τα νούμερα στο καντράν, πήρε τη φιάλη και κατέβασε δύο γερές γουλιές. Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνησε και έκανε ένα δυνατό “αααχ!” ηδονής.
“Γεια σας, το Ελεφαντάκι της Θείας μου Έχει Πονόδοντο;”, είπε στο τηλέφωνο. “Scampi γίγας, με φουλ καυτερές και τίποτα άλλο… Ναι… Γήπεδο Ατρομήτου, ναι… Ευχαριστώ.” Έκλεισε το τηλέφωνο.
Και την ίδια στιγμή έγινε. Έγινε. Δεν υπάρχει άλλη λέξη να το περιγράψει. Απλά Έγινε.
Μπορεί να έγινε μέσα μας, μπορεί στον χώρο, μπορεί στον χρόνο… δεν παίζει ρόλο. Έγινε.
Έγινε, και το μόνο που ήταν πλέον σίγουρο είναι πως το Rock ’n Roll ποτέ δεν πεθαίνει. Hey, hey - my, my - rock ’n roll can never die…
Δεν ήταν το σπίτι που τραντάζοταν συνθέμελα από τα ξέφρενα δωδεκάμετρα. Ούτε καν η Οικουμένη. Ήταν κάτι απροσδιόριστα συγκεκριμένο που έκανε τους πίνακες να πέσουν από τους τοίχους, τα γατιά του Αλέκου να ουρλιάζουν σαν δαίμονες, τα έπιπλα να χοροπηδούν πάνω, κάτω, τα μαλλιά μας να έχουν ορθωθεί σαν ηλεκτρόπληκτα, καθώς πολύχρωμες, ψυχεδελικές λάμψεις εισέβαλλαν στο σπίτι από τα παράθυρα…
“Γαμώτο! Γαμώτο!”, ούρλιαξε ο Αλέκος. “Έχουνε πάλι συνάντηση στο Λόφο Αξιωματικών! Αντίο πίτσα!..”
“Ηρέμησε…”, του απάντησα αμήχανα. “Πάμε έξω να δούμε τι συμβαίνει…”
Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις είχαν αποκλείσει την περιοχή με ένα τεράστιο σκοινί, παχύ σαν ενήλικη ανακόντα, που το υποβάσταζαν αγκομαχώντας, ανα δύο με τρία μέτρα, δόκιμοι αστυφύλακες. Κάπου στο βάθος, προς την οδό Θηβών διακρίναμε κλούβες των ΜΑΤ. Η μουσική χασμωδούσε καθώς ανεμιγνύετο με τους ήχους από τις σειρήνες των περιπολικών.
Δυο ασφαλίτες με πολιτικά μας σταμάτησαν στην είσοδο του κήπου.
“Για που το βάλαμε λεβέντες;”, είπε σε μόρτικο τόνο ένας. “Δε βλέπετε πως διεξάγουμε επιχείρηση;.. ρε, μπας και είστε και εσείς…;”
“Όχι, όχι! Απλά έχουμε παραγγείλει ντελίβερι… και…”, απάντησε ο Αλέκος.
“Έτσι το λέμε τώρα;.. κολίμπερι;”, γρύλισε ο ασφαλίτης. “Εμένα για χορευταράδες, ε… όχι… ροκάδες, (πως το λέν;) μου φαίνεστε κι εσεις, κωλόπαιδα… Ή επιστρέφετε πάραυτα στο σπίτι, ή σας προσάγουμε, συνοδεία, στο τμήμα… Άιντε μπράβο!”
“Μα, όχι! Να! Κοιτάξτε εκεί!”, μπήκα στη μέση, αγχωμένος. Τέντωσα το χέρι για να τους δείξω προς τη γωνία του επόμενου τετραγώνου.
Μια παρέα από ζόρικους, με πέτσινα μπουφάν, κολλητά τζην με γυρισμένα ρεβέρ, μακρυές φαβορίτες και προκλητικά τσουλούφια είχαν περικυκλώσει τον κατάχλωμο ντελιβερά που -τρέμοντας σύγκορμος- παρέμενε γαντζωμένος στο τιμόνι του παπιού του. Έριχνε αμήχανες, ικετευτικές ματιές προς τη μεριά μας, ενώ στο πίσω μέρος της μηχανής έχασκε άδειο το κιβώτιο μεταφοράς, με την γελοιογραφική εικόνα ενός ελέφαντα, που ο αριστερός του χαυλιόδοντας ήταν τυλιγμένος με επίδεσμο και καταβρόχθιζε χαμογελαστός μια τεράστια πίτσα.
Ο ένας από τους μάγκες κρατούσε μια φορητή ηλεκτρική, ξυριστική μηχανή και ήδη ξυρίζε το κεφάλι τού μεταφορέα με επιμέλεια, αφήνοντας μόνο μια στενή λωρίδα μαλλιών από το σβέρκο προς το μέτωπο.
“Τον κουρεύουν ροκαμπίλλι…”, σχολίασε ο Αλέκος.
“Τι λες, ρε άσχετε; ροκαμπίλλι είναι το δικό μας κούρεμα!”, του απάντησα. “Μοϊκάνα του κάνουν… Α, ρε… θες εκπαίδευση…”
“Όπως και να ‘χει… Νηστικοί θα μείνουμε απόψε…”, έκανε απογοητευμένος ο ντραμίστας. “Ας πάμε να δοκιμάσεις τουλάχιστον -έστω και σκέτες- τις μπύρες που έφτιαξα…”
Κάναμε μεταβολή προς το σπίτι. Πίσω μας άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί.
“Και δε μου λες, ρε Αλέκο”, είπα. “Έχεις τη συνταγή από τον Μανώλη για τη σπιτική μπύρα; ή σου την έδωσε ο άλλος από…”
“Α, μπα, ο Μανώλης με κρασιά ασχολείται… Μόνο με τα κρασιά…”, απάντησε ο Αλέκος, καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα. “Η πίτσα κολλάει πιο καλά με μπύρα… Η πίτσα… γαμώτο…”
Ι.Κ.Π. - Όνειρο υπ’ αρ. 18 - ’90s. - Δεκ. 2017
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|