| Πέρα στον άνω μαχαλά,
μια κόρη έσκυψε νερό για να τραβήξει,
απ'το πηγάδι το παλιό,
κρύο και καθαρό απ'την μητέρα φύση.
Κόρη για στάσου να σου πώ,
του πηγαδιού είν'το νερό σκέτο φαρμάκι,
τσιγγάνα μάγισσα θαρρώ,
τό'χε ποτίσει μια φορά με μαύρο δάκρυ.
Μάγι- ,αχ μάγισσα κακιά,
απ'το νερό σου πίναν οι ερωτευμένοι
κι αφού το πίναν το νερό,
τους κυνηγούσαν μαύροι δράκοι κολασμένοι.
Πέρα στον άνω μαχαλά,
σ'ένα μικρό χωριό και θαλασσοδαρμένο,
στέκει πιο πέρα στην πλαγιά,
κάστρο περήφανο μα πλέον στοιχειωμένο.
Κάστρο μεσαιωνικό,
με λάσπη,ξύλο,πέτρα και πολύ μεράκι,
στον πύργο του ανέμιζε,
σ'έναν ιστό ψηλά,πολέμου μπαϊράκι.
Σε συζητήσεις μυστικές,
μου είχαν πεί για κάποιο φρούριο του Νώντα,
σπρώχνω την πόρτα την βαριά,
μπαίνω και βλέπω μάρμαρο μάχης πεσόντα.
Λίγο πιο δίπλα στην γωνιά,
ένα ξωκκλήσι έρημο πού'ταν χτισμένο,
πάνω σε αρχαίοελληνικό
τάφο του Δία,που τον είχαν σκεπασμένο.
Χωριό με μύθους σαν κι αυτούς,
δεν έχεις δεί σ'ολόκληρη την οικουμένη,
μύθους που όσοι τους άκουσαν
και ήρθαν στο χωριό,γυρίσαν τρελαμένοι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|