| Ο προδομένος Τρίτωνας.
(The forsaken merman
Matthew Arnold 1822-1888)
-Ελάτε μικρά μου,να πάμε
κάτω,μακρυά, στα βαθειά!
Απ’τον κόλπο τ’αδέρφια με καλούν, με ζητάνε,
οι μεγάλοι τώρ’άνεμοι φυσούν την στερηά,
τ’αρμυρά της νερά η παλίρροια γυρνά,
άγρια άτια,λευκά, τις οπλές τους χτυπάνε,
χρεμετίζουν, καλπάζουν, παίζουν, βοσκάνε,
στον αφρό…μακρυά ελάτε να πάμε!
Από’δώ πιά να πάμε!
Πριν φύγουμε φωνάξτε την μιά,
μιάν ακόμα φορά μέσ’την νύχτα,
με γνώριμη φωνή από παλιά,
‘Μαργαρώ! Μαργαρίτα!’
Των παιδιών η φωνή γλυκά θ’ακουστεί,
(φωνάξτε άλλη μιά) σε μιάς μάνας τ’αυτί,
των μικρών η φωνή ,λαφιασμένη στον πόνο,
θά’ρθει, σίγουρα θά’ρθει, φωνάξτε την μόνο
άλλη μιά.. και ελάτε να πάμε μακρυά!
‘Μανούλα να μείνουμε δεν μπορούμε άλλο πιά!
Τ’άσπρα, άγρια άτια φρουμάζουν στην νύχτα.’
Μαργαρώ! Μαργαρίτα!
Στα βαθειά τώρα ελάτε να φύγουμε όλοι.
Μη καλείτε άλλο πιά με φωνούλα που τρέμει.
Ρίξτε βλέμμα στερνό στην λευκότειχη πόλη,
στου γιαλού το ξωκκλήσι που δέρνουν ανέμοι.
Κάτω ελάτε μετά να φύγουμε όλοι
στα βαθειά, στα βαθειά! Μακρυά’πό’δώ πέρα!
Δεν θά’ρθει μικρά μου κι’αν καλείτε όλη μέρα…
Μικρά μου, στον κόλπο, νά’ταν άραγε χτες
να ηχούν που ακούσαμε καμπάνες γλυκές;
Στις σπηλιές μας να φτάνει, τις θαλάσσιες σπηλιές,
-απ’τ’αντιμάμαλο μέσα ,την φουσκονεριά-
καμπάνας ασημένιας ήχος από μακρυά;
Σε σπηλιές δροσερές ,στρωμένες με άμμο,
όπου οι άνεμοι όλοι κοιμούνται ’κεί χάμω,
όπου φώτα αμυδρά στα νερά τρεμοπαίζουν,
θαλασσόχορτα όπου στο ρεύμα χορεύουν,
όπου κήτη τριγύρω γυρνάνε βοσκώντας,
στο θαλάσσιο λιβάδι την τροφή τους ζητώντας,
θαλασσόφιδα όπου κουλουριάζονται, σμίγουν,
στεγνώνουν στην άλμη, το δέρμα αφήνουν,
όπου φάλαινες φτάνουν, περνάν, αρμενίζουν
και μ’ανύσταχτα μάτια τον κόσμο γυρίζουν,
ασταμάτητα πάνε, για πάντα γυρίζουν;
Κατά’δώ πότε ήρθε μουσική απ’τις ακτές;
Ήταν χτες, σαν μας άφησε μικρά μου παιδιά
(άλλη μιά φωνάξτε την) και πήγε μακρυά;
Αυτή που καθόταν σε θρόνο, ’νά καιρό,
-στης θάλασσάς μας την καρδιά-χρυσό και πορφυρό
και από’σάς, στα γόνατα,είχε το πιο μικρό
και τα χρυσά του χτένιζε με την στοργή της μάνας
σαν ήχος έφτασε σ’εμάς αλαργινής καμπάνας.
Στέναξε, πάνω κοίταξε την διάφανο γυαλί
θάλασσα κι’είπε:-‘Στων δικών να πάω την προσευχή
σήμερα πρέπει.. στο μικρό ξωκκλησι στην ακτή’.
‘Στον κόσμο Πάσχα Tρίτωνα θά’ναι κι’εγώ,αλί,
χάνω με σένα ‘δώ, ωιμέ, την δόλια μου ψυχή!’
Της είπα:-‘Πήγαινε ακριβή καρδιά, μέσ’απ’το κύμα,
την προσευχή σου πέσ’ και στις καλές σπηλιές μας γύρνα!’
Μέσ’απ’το κύμα ανέβηκε στου κόλπου τις ακτές
αφού μου χαμογέλασε, μικρά μου ήταν χτες;
Ακριβά μου, για πόσο καιρό μείναμε μόνοι;
Τα μικρά κλαίν.. η θάλασσα τρικυμία σηκώνει.
‘Μακρυές προσευχές - είπα- λένε στον κόσμο,
-Ας πάμε!’ σας είπα κι’απ’το κύμα στον δρόμο,
σ’αμμολόφους με βιόλες βαδίσαμε όλοι
-ανθισμένες, της θάλασσας-στην λευκότειχη πόλη,
καλντερίμια πλακόστρωτα όπου όλα σωπαίναν
στο’κκλησάκι του λόφου που ανέμοι το δέρναν.
Προσευχών’ρχόταν μούρμουρο απ’τους μαζεμένους
όμως έξω’μείς μείναμε στους κρύους ανέμους,
πατώντας τάφους, μάρμαρα απ’τις βροχές φθαρμένα
τήν είδαμε, από μικρά τζαμάκια μολυβδένια,
δίπλα στον στύλο στέκονταν, είδαμε καθαρά,
‘Ψιτ! Μαργαρίτα! είμάστε’δώ!κάν’τώρα γρήγορά
‘Καρδιά μου’, είπα,’για καιρό έχουμε μείνει μόνοι..
άκου, μου κλαίνε τα μικρά…η θάλασσα θυμώνει.’
Όμως δεν ήτανε στιγμή να κοίταξε εμένα,
τι’χε τα μάτια στο ιερό βιβλίο καρφωμένα!
Πόρτα κλειστή, ψάλλει ο παππάς με μια φωνή μεγάλη.
Πάμε να φύγουμε ,παιδιά, μη την καλείτε παλι !
Ελάτε κάτω, φεύγουμε, μη την καλείτε πάλι!
Κάτω!κάτω!όλοι!
Στης θάλασσας τα βαθειά τα νερά!
Στην ανέμη της στέκει στην πολύβουη πόλη
τραγουδώντας γεμάτη χαρά.
Ακούστε τι τραγουδά: ‘Ω, χαρά, ω χαρά,
η φασαρία του δρόμου, του παιδιού το παιχνίδι,
ο παππάς, η καμπάνα και τ’άγιο πηγάδι
η ανέμη που τρίζει καθώς την γυρίζω
και το βλογημένο ηλιoφώς που αντικρύζω!’
Κι’έτσι την πλησμονή της τραγουδά
τραγουδώντας γεμάτη χαρά,
μέχρις ότου τ’αδράχτι απ’το χέρι της πέφτει
κι’ η ανέμη σταματά να γυρνά.
Στο παραθύρι, τότε, κρυφά σαν τον κλέφτη,
πηγαίνει…την άμμο, την θάλασσα βλέπει,
με την σκέψη, το βλέμμα σε χρόνια παληά..
Και να, τώρα! αναστενάζει
Και να,τώρα! ένα δάκρυ κυλά
από μάτια που καημός συννεφιάζει
και καρδιά που στην θλίψη πονά..
Βαθειά ,για τα κρύα, βαθειά αναστενάζει,
παράξενα μάτια μικρούλας γοργόνας
και μιά λάμψη απ’τα χρυσά της μαλλιά.
Ελάτε μικρά μου να πάμε μακρυά.
στα βαθειά τα νερά τώρα.. όλοι!
Βραχνιασμένος αέρας, παγωμένος, φυσά,
λαμπυρίζουνε φώτα στην πόλη.
Απ’ τον ύπνο της αυτή θα πετιέται,
σαν την πόρτα της σείουν σπηλιάδες,
σαν ανέμους ακούει να ουρλιάζουν
και κύματα να βρυχιώνται.. μυριάδες.
Όμως θα βλέπουμε’μείς- ενώ πάνω μας
βρυχηθμοί κυμάτων και δίνες-
μιά οροφή από ήλεκτρο,
ένα δάπεδο στολισμένο με πέρλες,
τραγουδώντας:
‘-.Μιά φορά’ρθε’δώ μιά θνητή
αλλ’ήταν άπιστή!
Και μόνοι μένουν για πάντα
της θάλασσας οι βασιλιάδες’.
Όμως,μικρά μου, τα μεσονύχτια,
σαν απαλά οι ανέμοι φυσάνε,
λαμπρά σαν απλώνωνται φεγγαρόφωτος δίχτυα,
της άμπωτης τα νερά στην στερηά σαν γυρνάνε,
μυρωμένοι στην θάλασσα σαν πνέουν ανέμοι,
από ρεικότοπους που στεφανώνουν αφάνες,
κι’ορθόψηλοι βράχοι, αβέβαιη, σκιά
στης άμμου ρίχνουν τις άσπρες αλάνες,
πέρα απ’τις ήσυχες λαμπερές μας ακτές
θα τρέχουμε..κι’απ’των νερών τα ρυάκια,
πάνω από λόφους λαμπερού θαλασσόχορτου
που η παλίρροια να ξεραίνεται αφήνει
απ’ τους αμμόλοφους θα κυττάζουμε, για ώρα,
την κοιμισμένη, κάτασπρη, πόλη,
την εκκλησία στου λόφου το φρύδι -
κι’ύστερα κάτω θα ερχόμαστε όλοι
τραγουδώντας:-Μια αγαπημένη’κεί μένει
μια αγαπημένη σκληρή!
τους βασιληάδες της θάλασσας για πάντα μονάχους
άφησε κάποτε αυτή.-
Ελεύθερη απόδοση στην ελληνική: Μ.Ελμύρας.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 11 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|