|
Κρυφτό
Σα να κοιμόμουν και ξύπνησα
Κοίταξα δίπλα μου
Δεν ήσουν εκεί
Σε φώναξα – δεν απάντησε κανείς
Έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να μετράω
Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι…
…εκατό.
Σηκώθηκα και σ’ έψαξα σ’ όλα τα δωμάτια
Έκανα ησυχία μήπως και σ’ ακούσω
Τίποτα
Πήρα μια κιμωλία και ζωγράφισα μια πόρτα
Την άνοιξα και βγήκα έξω
Ο φόβος μου ξεχύθηκε στους δρόμους
Στο πέρασμά του φύτρωσαν στίχοι
Οι λέξεις κρέμονταν για λίγο πάνω τους
κι ύστερα έπεφταν κάτω και κυλούσαν στα ρείθρα
Προσπάθησα να τις μαζέψω μα δεν τις προλάβαινα
Σα να τις φυσούσα με την ανάσα μου μακριά μου
Μια γάτα πέρασε δίπλα μου και με αγνόησε
Σα να έτρεχα ώρα πολλή ήμουν λαχανιασμένη
Γύρω μου ποιήματα γυμνά και δέντρα ντυμένα
Δεν είσαι εδώ
Όλο το κρύο του κόσμου με ζύγωσε
Θέλω να πάω σπίτι μου, μουρμούρισα κι έκλεισα τα μάτια
Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι…
… εκατό
Τράβηξα το μανίκι μου κι έσβησα την πόρτα
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|