| Είπες πως θέλεις τη στεριά οπίσω σου ν’ αφήσεις
για θάλασσα -είπες -πλάστηκε κι ανδρώθη το κορμί
μα όποιος πηγαίνει ενάντια σ’ ό,τι έχει η φύση ορίσει
με το στανιό είναι σαν να ζει ετούτη τη ζωή
Είπες μυρίζει ο ύπνος σου κάμαρα μουχλιασμένη
που τα πορτοπαράθυρα χρόνια έμειναν κλειστά
σκάλωσε ο νους σου στα ρηχά κι όμως τι περιμένεις;
να βλέπεις στάσιμα όνειρα, ίδια κάθε βραδιά ;
είπες πως ζεις σε φυλακή, που ο ίδιος έχεις φτιάξει
πως εγκλωβίστηκες γιατί φοβόσουν το κενό...
και το σκουλήκι κλείνεται μόνο του στο μετάξι
μα το τρυπά, βγάζει φτερά κι αγγίζει ουρανό
Κι αφού όπως λες του πέλαου γέννημα είσαι και θρέμμα
Και του χωμάτου την οσμή την έχεις σιχαθεί
τι περιμένεις; Κίνησε! τώρα που βράζει το αίμα
να κυνηγήσεις τον καιρό προτού σε καταπιεί...
κι αντί να κλαις τη μοίρα σου στου λιμανιού τη δέστρα
άσε τα λόγια κι άρπαξε το χρόνο απ’ τα μαλλιά
γιατί η ζωή κερδίζεται στου κόσμου στην παλαίστρα
και φεύγει γρήγορα, πετά μαζί με τα πουλιά...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|