| Το χέρι άπλωσα δειλά
Ήσουν θολό τοπίο
Τι είσαι απ τα δύο
Δεν είδα ακόμα καθαρά
Με μάτια βάδισα κλειστά
Και όσο άλλαζες μορφές
Τόσο πληθαίναν κι οι μομφές
Καμιά δεν είδα διαφορά
Μον του χεριού η επαφή
Αυτή δεν χάθηκε ποτέ
Όμως ποτέ μην λες ποτέ
Μου εψιθύριζες στ αυτί
Διάφανο πάντα μυστικό
Καλά κρυμμένο φανερά
Κοίτα μου έλεγες καλά
Σ Ακούω, μα ψάχνω να σε δω
Μια διφορούμενη μορφή
Γέλιο που χάραζε στα χείλη
Ή απειλή του αγνώστου η σμίλη
Ένοιωθα πάντα στο φιλί
Πάει όμως πια τόσο καιρός
Αίνιγμα πάντα στη ψυχή
Ήμουν εγώ, ήσουν εσύ;
(Αχ πως με καίει αυτή η φωνή)
Ποιος είναι δείχνει ο τυφλός
Και πριν καλά να συστηθείς
Νοιώθεις το χέρι κρύο
Βρίσκες το φως λάμπει τ αντίο
Με τί ψυχή να κοιμηθείς…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|