| Ακούω Χατζιδάκι.
Τα ορχηστρικά του.
Ήταν μια περίεργη μέρα.
Λίγες ώρες πριν, καθόμασταν με τη μητέρα μου γύρω απ' τη σόμπα και λέγαμε ιστορίες απ' τα παλιά.
Για τότε που δεν υπήρχαν τηλέφωνα στα σπίτια. Υπήρχε μόνο ένα στο μπακάλικο του χωριού.
Εκεί πήγαινε ο κόσμος για να τηλεφωνήσει στους συγγενείς που μέναν σε άλλα χωριά.
Και οι παρευρισκόμενοι πελάτες έστηναν αυτί και γελούσαν με τον τρόπο που ο καθένας μιλούσε στους συγγενείς του. Το πόσο δυνατά τους μιλούσαν (λογικό αφού ήταν μακρυά κι έπρεπε να ακούσουν) καθώς και τις κωμικοτραγικές επι τροχάδιν περιγραφές τους.
Είχαμε μια μέρα μαζί στη δουλειά. Μαζεύαμε ελιές και παράλληλα λέγαμε ό,τι μας κατέβαινε στο νου προκειμένου να μην λέμε από μέσα μας τις ακατανόητες ροές σκέψεων. Τα αφήναμε να βγουν κι όποιον πάρει ο χάρος. Πετιόμασταν απ' τη μια περιγραφή στην άλλη. Απ' το παρελθόν στο μέλλον και πάλι πίσω. Και μέσα στα πολλά που λέει το στόμα πετάει και μεγάλες αλήθειες. έτσι μιλήσαμε και για σοβαρά θέματα. Η μάνα μου μου είπε : "Ο γονιός δεν παύει ποτέ να ανησυχεί για τα παιδιά του". Πάντα με ενοχλούσε αυτή η φράση και ποτέ δεν έμπαινα στον κόπο να την χωνέψω μέσα μου. Ύστερα λοιπόν, όταν βράδιασε κι άρχισε να κάνει τις τελευταίες δουλειές πριν τελειώσει τη μέρα της ένιωσα πως είχε ένταση. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο φαντάζομαι. Άρχισα τότε να κάνω τον μίμο. Μια τέχνη που μ' αρέσει όλο και περισσότερο να εξασκώ παρ' όλο που δεν είμαι και πολύ καλός. Ο πρόσφατος θάνατος του φίλου μας του Τζίμη ευθυνόταν σε ένα σημείο για αυτό. Τότε λοιπόν, η Έλλη άρχισε να γελάει και ξεχάστηκε ξεφεύγοντας ακόμη μια φορά ανώδυνα μέσα από τα ανούσια προβλήματα.
Και να 'μαστε τώρα καθισμένοι γύρω απ' τη σόμπα και να μου λέει ιστορίες, κάθε φορά τις ίδιες αλλά προσθέτοντας νέες λεπτομέρειες. Την καληνύχτισα γιατί είχε πάει 9.30 το βράδυ και ήταν χειμώνας. Βγαίνοντας απ΄ το δωμάτιό της, στέκοντας στην εξώπορτα άκουγα τις τελευταίες της λέξεις και δεν ήθελα να πω καληνύχτα. Ήθελα να την αγκαλιάσω, να της δώσω ένα φιλί. .
Δεν το έκανα. Ακαριαία μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα πως αυτή η φωτογραφία με τη μάνα να σε κοιτάζει να φεύγεις, με τα μεγάλα της μάτια, το αριστερό λίγο πιο κλεισμένο απ' το δεξί, σα να έχει μια εσωστρέφεια που δε μπορεί να κρυφτεί.. αυτή η φωτογραφία σκέφτηκα μπορεί να 'ναι η τελευταία. Και σα δειλός που τρέχει να ξεφύγει απ' τις σκέψεις του σαν αυτές να κατοικούν τάχα στο χώρο και όχι στο κεφάλι του, είπα καληνύχτα κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα.
Κλείστηκα στο δικό μου δωμάτιο, σκεφτόμουν με μια εμφανή ένταση πότε η γενιά μου θα επαναστατήσει, τι θα αφήσει στις επόμενες γενεές.. Δε με έπαιρνε ο ύπνος. Έβαλα να ακούσω ένα κομμάτι του Χατζιδάκι. Και όπως κάθε φορά που τον ακούω, μου ήρθε το αίσθημα της μητρότητας, της συμπαντικής αγάπης, της πατρίδας, της βαθιάς θλίψης. Και μαζί με τις νότες του μου ήρθαν στο μυαλό οι κουβέντες της Έλλης, της μάνας μου. Δεν παύει ο γονιός να ανησυχεί για τα παιδιά του. Και ίσως για πρώτη φορά κατάλαβα τι εννοεί. Πως θα νιώσω αν πεθάνει? Πως θα με αφήσει αν πεθάνει. Αυτό τη νοιάζει και λιγότερο ο θάνατος ο ίδιος. Φυσικά. Πως να της πω εγώ ότι δε φοβάμαι το θάνατο. Πως προτιμώ να πεθάνω εγώ απ' το να φύγει αυτή. Δε θα το καταλάβει, διότι νιώθει το ίδιο.
Φτάνουμε, φίλε μου Μήτσο, φίλε μου Τζίμη, φίλη μου Τζούλια, φίλε μου Θοδωρή, σε μια μεγάλη αξία. Απ' αυτές που δε φοβούνται καμιά εξουσία, κανένα κίνδυνο, καμιά δύναμη. Είναι αυτούσιες στον ουρανό. Μαζί με αυτούς που έζησαν πριν από εμάς. Και τους γνωρίσαμε μέσα από τη φιλία, μέσα από τα χαμόγελά τους, τις ιστορίες τους, τα βιβλία τους, τα τραγούδια τους.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|