| Του γέρου το σημείωμα στα χέρια μου πήρα
και κίνησα μεσάνυχτα πέρα για το χωριό.
Χωριό ερειπωμένο, δυσπρόσιτο, καταραμένο.
Χαμένο μες στο δάσος, ψηλά 'κει στο βουνό.
Περάσανε ώρες και στον ορίζοντα φάνηκαν τα ερείπια.
Οι δε λόφοι φαντάζανε νησιά μέσα στον κάμπο,
καθώς τους χτυπούσε το φως της Σελήνης,
που ολόγιομη καθότανε στης Νύκτας το θρόνο.
Φτάνοντας στου χωριού την πλατεία το σημείωμα άνοιξα
να κοιτάξω το χάρτη που σχεδίασε ο γέρος,
και να βρω το σημείο που μου είπε να πάω.
Πέτρινο σπίτι αρχοντικό στην κορφή κει του λόφου.
"Κι εκεί θε να βρεις ζωή αιωνία"
τα λόγια του γέρου το χάρτη σαν έφτιαχνε.
Τον πίστεψα μιας και ήθελα για πάντα να ζήσω
και τις κατάρες των θνητών ξωπίσω μου ν' αφήσω.
Σταμάτησα λίγο στ' αρχοντικού τον κήπο.
Σάστισα φοβισμένος την πόρτα σαν είδα
μισάνοικτη να 'ναι και θόλωσε το μυαλό μου,
κεριά σαν είδα μέσα στο σπίτι να φωτίζουν.
Φοβήθηκα όταν άκουσα μία βραχνή φωνή
μέσα απο το σπίτι δειλά να με καλεί.
Προχώρησα και έσμπρωξα την ξύλινη την πόρτα
μ' ένα κερί στο χέρι μου το χάρτη μελετώντας.
Ένας αέρας ξαφνικά έσβησε το κερί μου
μα ένα φως ξεπρόβαλε στο διπλανό δωμάτιο.
Έντονο φως κατάλευκο στο μέρος μου ερχόταν
κι ο φόβος μου μεγάλωνε και ψύχραινε η καρδιά μου.
Κι αυτό που αντίκρισα μετά, λόγια δεν περιγράφουν.
Μία γυναίκα όμορφη ντυμένη στα λευκά,
με όψη επιβλητική και τα μαλλιά της μαύρα.
Κι ανάβλυζε μια μυρωδιά γαρύφαλλου και ρόδου.
Ήρθε μετά και μ' άγγιξε με χέρια παγωμένα
κι ερωτικά με φίλησε το χέρι μου βαστώντας.
Με πόνεσαν τα δόντια της τη σάρκα μου σαν σκίζαν
και το αίμα μου κηλίδωνε τα φτωχικά μου ρούχα.
Ύστερα με άφησε και πήγε προς τα πίσω
κοιτώντας με πώς πόναγα και πώς αιμορραγούσα.
Την κοίταζα στα μάτια της μα η όψη της χανόταν
και η όραση μου θόλωνε κι έτρεμε το κορμί μου.
Τα σωθικά μου πόναγαν κι έσφυγγαν οι παλμοί μου.
Το αίμα μου σταμάτησε απ' την πληγή να τρέχει
και ύστερα κατάλαβα πως είχα όλος αλλάξει.
Δεν ήμουνα πια άνθρωπος, μα πλάσμα αιωνόβιο...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|