Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132741 Τραγούδια, 271234 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Γη Ελληνικη
 
ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ:
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΤΟΠΟΥ
ΕΙΠΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΟΒΙΑ

«Είπεν ό Θεός βλαστησάτω ή γη βοτάνην χόρτου
και ξύλον κάρπιμον ποιουν καρπόν ».

'Έτσι, βρέθηκα, πάνω σ' ένα πανέμορφο νησί του Αιγαίου
στη μέση ενός μεγάλου ηλιόλουστου κάμπου,
ελιά είναι τ' όνομά μου.
Ό άνεμος πού 'τρεχε βιαστικός,
το κύμα της θάλασσας πού 'σκαγε στ' ακρογιάλι,
το πλούσιο ζεστό χώμα, πού κράταγε γερά τις ρίζες μου,
τ' άνθη τα πολύχρωμα του κάμπου,
το βουητό άπ' τις μέλισσες,
οι καλαμιές δίπλα στο ποτάμι,
σφύριζαν μελωδικά ένα όνομα, ελιά με λένε,
ελιά και Ελλάδα...

«Είπεν ό Θεός: ποιήσωμεν ανθρωπον κατ' είκόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν...»

'Εκείνη την στιγμή για πρώτη μου φορά είδα τον 'Έλληνα,
πού ερχότανε ανάλαφρα κοντά μου,
φωτεινός, κι ωραίος, με μάτια μεγάλα, έξυπνα, ερευνητικά,
ένα χαμόγελο στο στόμα και μία φωτιά,
ένα θάρρος, μία περηφάνια στη στάση του φαινόταν...
Με το 'να χέρι την γη άγγιξε, με τ' άλλο τ' ακροθαλάσσι
Το πρόσωπό του σήκωσε ψηλά κόντρα στον ήλιο,
τον ουρανό κοιτώντας
και παίρνοντας μία ανάσα Ελλάδα ψιθύρισε:
«Γη και θάλασσα, ήλιος και ουρανός και 'Έλληνας».
'Έτσι εξ αρχής δεμένοι ζούνε,
σ' ένα ζεστό αγκάλιασμα, από άπειρο γαλάζιο, φώτιση κι αγάπη.

Μάνα του, ή γη πού τόνε κράταγε κοντά της
και τού 'δειχνε την ομορφιά της
Μάνα του κι ή θάλασσα πού τον τραβούσε όλο
και πιο μακριά της, να μάθει.
Πατέρας του ό ήλιος πού το φως κι οι ακτίνες
του ποτέ δεν τέλειωσαν σ' αυτή τη γη.
Πατέρας του κι ο ουρανός
πού από ψηλά περήφανα κι αισιόδοξα τόνε κοιτούσε
γιατί ήξερε, πώς το παιδί του εκείνο θα ψάξει,
και θα τόνε βρει μία μέρα και θα τον δοξάσει.


'Έτσι απλά από καρδιάς στα πρώτα βήματά του ό 'Έλληνας,
είπε Μάνα την πατρίδα του, Πατέρα τον Θεό του...
Κι ο χρόνοι περνούσανε,
μεγάλωναν οι γνώσεις τους τα κατορθώματά τους,
πληθαίνανε κι οι γνώμες τους και τα γραψίματά τους.
Μεγάλωνε ή σοφία τους μαζί με τα παιδιά τους,
μεγάλωνε κι ή λεβεντιά τους.

'Εμείς τούς βοηθούσαμε, βουνά, πεδιάδες, βράχια
κι ή θάλασσα γιοφύρι έγινε λες,
πού από' άκρη σ' άκρη πήγαινε τα παιδιά μας.
Οι πέτρες, σπίτια όμορφα γινήκαν,
τα μάρμαρα ναοί υψωθήκαν,
της φύσης οι φωνές ποιήματα μοναδικά τραγουδηθήκαν,
τα γέρικα τα ξύλα μας, πλοία καλοτάξιδα σχηματισθήκαν.
Ή γη και ή θάλασσα στη δούλεψή τους,
κι ό ουρανός μέσα στην ψυχή τους,
λόγια μοναδικά τούς έσταξε να πουν, να γράψουν.

Τούς έκανε τόσο ξεχωριστούς, πού σήκωσε κι άλλους λαούς
να ' έρθουν να μάθουν μα και ν' αρπάξουν.
'Έτσι ή γης αυτή ή αρχέγονη πού 'μαι ριζωμένη
δοξάσθηκε πολλές φορές κι έμενε πάντα τιμημένη.
'Έφθασε ή ώρα, πού εγώ ή ελιά
νόμισα ότι τα 'χα δει και τα 'χα ακούσει όλα,
σοφούς μεγάλους, κι ηρωες τρανούς....

Ώσπου μια μέρα ή γη έσείσθη
Μια στάλα φωτιάς λες μ' έκαψε βαθιά μες τον κορμό μου.
Δεν ήξερα από που ερχόταν...
Ή θάλασσα ή ανταριασμένη του Αιγαίου το 'έφερε;
η μήπως τ' αγέρι;
ένα δάκρυ ήταν; μία σταγόνα αίμα;
Οι μνήμες έξυπνήσανε, τα μάτια
ψηλά στον σκοτεινό ουρανό γύρισαν
με ξάφνιασμα, πόνο και πίστη σιγοψιθυρίσαν,
Βασιλιά, ουράνιε πατέρα, είπαν, και ευλαβικά γονατίσαν...

Στο δυνατό το σήκωμα άπ' το προσκύνημα εκείνο,
ένας άγγελος τούς έδειξε την Πόλη
πού όρισε ό Θεός να δοξασθούν αυτοί κι 'Εκείνος...
Κι εγώ ή ελιά ή ταπεινή γιατί να πρωτομιλήσω
'Εκείνες οι ψυχές γεννημένες για θαύματα ήταν λες

Στα χώματά μας πάνω, εκκλησιές κι ανάκτορα,
λαός και στρατηλάτες, σοφοί κι αύτοκρατόροι
μάρτυρες κι άγιοι, κι αναρωτιόμουνα συχνά
πώς το σηκώνει ή γης αυτή, το τόσο βάρος;
Ώσπου μία μέρα το 'νιωσα στον αέρα...
οι ρίζες μου ταράχθηκαν, οι κλώνοι μου λυγίσαν,
στέγνωσε το χορτάρι μες τη γη και πάνω στα ψηλά βουνά,
οι πλάτανοι λυγίσανε μ' ευλάβεια τα κλαδιά τους,
τα κυπαρίσσια ορθώσανε ψηλά τ' ανάστημα τους
στα πόδια τους γι' άλλη μία φορά
θ' ακούμπαγε ή Ελλάδα τα παιδιά τoυς.

Για μία στιγμή, σιγή απλώθηκε απ' άκρη σ' άκρη,
κάθε νερό τρεχούμενο, πηγή, ποτάμι,
κι ή θάλασσα του Αιγαίου ή μεγάλη,
ακίνητη έμεινε ν' ακούσει...

Φωνές ξένες, παράξενες και μία βοή αλλόκοτη
από μακρυά ερχόταν όλο και πιο κοντά...
ώσπου κι εγώ ή ελιά, έμαθα
τι πάει να πει πόνος, αλυσίδα, σκλαβιά...
Όμως όχι... 'Εμείς πάνω στα βουνά,
κάτω στους κάμπους, ως το ακροθαλάσσι
και μες το κύμα, θάλασσα, πέτρα, γη χέρσα και σκληρή,
γη εύφορη, μα σκλαβωμένη,
παίρναμε, κρύβαμε τα παιδιά τ' ουρανού,
της γης, στην αγκαλιά μας,
να μην τα πάρουν μακρυά μας...
Άλλοτε πάλι σκύβαμε απλά κοντά τους
και σιγοψιθυρίζαμε ένα γλυκό παρήγορο τραγούδι
θυμίζοντας τους την αιώνια την κληρονομιά τους,
όπως το 'κανε κρυφά κι ό παπάς, νύχτα στην εκκλησιά τους.

Ποτέ ξανά το χιλιόχρονο κορμί μου δεν πόνεσε τόσο,
ποτέ ξανά με τόσο αίμα δεν ποτίσθηκαν οι ρίζες μου,
ποτέ ξανά με τόση φωτιά δεν πυρωθήκαν τα κλαδιά μου...
Μα είμαι δέντρο γερό κι ευλογημένο,
θύελλες, καταιγίδες, δεν με τρομάζουν,
έχω ρίζες βαθιές. γερά κρατημένες στη γη μέσα,
κι αυτός το ίδιο, το 'ήξερα,
το 'βλεπα στα μάτια του μέσα αιώνες τώρα
Το περίμενα, το μάντευα, το ζούσα, και να...
πού ακόμα μία φορά κρίκο-κρίκο και με βιά,
σπάει την αλυσίδα, κι ελεύθεροι γίναμε όλοι πια.

Κι οι άλλοι, ξαφνιαστήκαν, από μέρη μακρινά
Πούθε βρέθηκαν ξαφνικά τόσοι πολεμάρχοι,
τόσες φωτιές, τόσες ψυχές,
τόσοι άφοβοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, απορούσαν.
Λες ή γη κι ή θάλασσα ετούτη, στα σπλάχνα δε κρατούσαν
μνήμες βοές, κοκάλα προγόνων δοξασμένων.
Πώς ήτανε απόγονοι εκείνων αλόγιστα ξεχάσαν.
Είμαι μια τυχερή ελιά,
γερά ριζωμένη στο νησί μου
πολύ αγαπημένη απ' το κορίτσι πού μένει
στο σπίτι δίπλα μου,
και δίπλα στο ξωκλήσι της Παναγιάς.

Κάθε φορά πού 'έρχεται, τρέχει πρώτα σ' εκείνη,
μετά σ' εμένα, κοιτά ολόγυρα,
δέντρα, βουνά, ουρανό και θάλασσα,
παίρνει μια ανάσα Ελλάδα, μ' ένα χαμόγελο στο στόμα
κι ή ιστορία αρχίζει πάλι και πάλι απ' την αρχή....

Είναι όμως κάποιες άλλες ελιές,
πού δεν μπορούν να ξεχάσουν, να πιστέψουν,
πώς εκείνο το ελληνικό χέρι πού τις φρόντισε,
τις πότισε με τον ιδρώτα του, το αίμα της καρδιάς του,
έφυγε και δε θα το δουν ξανά...
'Όμως αυτό είναι ή ιστορία μίας άλλης ελιάς,
κοντινής μου, ίδιας με μένα
άπ' της ίδιας ρίζας βγαλμένης το κλωνάρι
στ' αντικρινό τ' ακρογιάλι
π' ακόμα θωρώ με πόνο...
Είναι ή ζωή μίας άλλης ελιάς,
ή αγάπη ενός άλλου κοριτσιού,
πού φεύγοντας με βία
χάραξε στον κορμό της με πείσμα κι ελπίδα:
«Γη Έ λ λ η ν ι κ ή Μ α ρ ία».



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 6
      Στα αγαπημένα: 1
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Γεγονότα - Ιστορία - Μυθολογία
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ανθιππη
 
Κων/νος Ντζ
18-02-2018 @ 08:23
Ιδιαίτερο, διαφορετικό και πολύ ωραίο!

::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Γιάννης Κατράκης
18-02-2018 @ 11:33
::rock.:: ::rock.:: ::rock.::
Ανθιππη
18-02-2018 @ 13:20
Ευχαριστω πολυ!
Μαυρομουστάκης
18-02-2018 @ 13:31
Με συγκίνησες βαθύτατα.....
Σ΄ευχαριστώ.
ΑΜΑΡΥΛΙΣ
18-02-2018 @ 14:22
Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι.
Που σημαίνει με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Οδ. Ελύτης

Και εμε με συγκίνησες χίλια ευχαριστώ και χίλια μπράβο. ::love.:: ::love.:: ::love.::
Ανθιππη
18-02-2018 @ 15:14
Εσεις με συγκινειτε με τα καλα σας λογια , ναστε καλα...

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο