| έμαθα τους δρόμους των άστρων
και του ανέμου τις συνήθειες
της μοίρας μου έζησα τους νόμους
κατάματα είδα τις αλήθειες
στην παραζάλη του πιοτού
σκότωσα και σκοτώθηκα,αθώα
μιγάς απ’το αίμα του λευκού
κείτομαι στα εγκόσμια υπερώα
λάμψη δεν έχω αγγελική
ούτε γλυστράδα της γουστέρας
τον άγγελο τον μηνυτή
τον αναμένω της δευτέρας
τσιράκι δεν είμαι του ονείρου
μα ούτε ο επιβάτης της ερήμου
το φώς σαν πέρασα του απείρου
αγνόησα την απαντοχή μου
σκορπίστηκε στάχτη θνητή
το κρίμα μου στις εσχατιές
γιατί αργούσε να λάμψει η αυγή
στης νύχτας τις κατηφοριές
τις λέξεις γυρεύω ακόμα
για το ξημέρωμα του ανθρώπου
σηκώνομαι πέφτω στο χώμα
εικόνα μοιάζω αυτού του τόπου
μάταιη η δικιά μου η δειλία
αν ζεί στη γή έστω ένας γενναίος
των νοσταλγών μου η νοσταλγία
λυτήρια κι ο χρησμός τυχαίος
δεν κρύβομαι στη λησμονιά
κάμποι αχανείς που να τους δώ
τοπία ανοίγω φιλικά
της μνήμης να τα φανταστώ
και βλέπω πάλι τα χαμένα
που γίνονται λόγια,μιά σιωπές
αμέριμνα στα φλογισμένα
αόρατες να πλάθουν προσμονές
ΠΑΧ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|