Αφιερωμένο στο φίλο μου Χάρη, που με παρακίνησε να ξαναρχίσω να γράφω
Κάθισα στην ακρογιαλιά και σε περίμενα
Κι ενώ περίμενα, ήρθε το κύμα
Μ' ακούμπησε για λίγο και τραβήχτηκε
και ξαναήρθε, κι έφυγε, μ΄ ωραίο ρυθμό
Μα εγώ δεν έπαιξα με το κύμα
μήπως και ξεχαστώ και δε σε δω που θα 'ρθεις
Κι ύστερα ο ήλιος ο λαμπρός
με είδε που δεν έπαιζα με το κύμα
Κι ήρθε και μου χάιδεψε ζεστά την πλάτη
Μα εγώ έκρυψα την πλάτη μου απ' τα χάδια του ήλιου
μην αποκοιμηθώ γλυκά και δε σε δω που θα 'ρθεις
Και το μεσημέρι ο ήλιος ζέστανε το νερό
Και το ψάρι το καλό ανέβηκε στον αφρό
και κάτι μου ανάσαινε
Αλλά εγώ δεν έσκυψα ν' ακούσω το ψάρι
μήπως και δε σε καταλάβω που θα 'ρθείς
Και το σούρουπο ο ήλιος ζωγράφισε τη θάλασσα
με όλα τα χρώματα στα μάτια μου μπροστά απλωμένα
Μα εγώ δεν κοίταζα τα χρώματα
μόνο περίμενα να δω που θα 'ρθεις
Μα πριν το καταλάβω σκοτείνιασε
και το κύμα τώρα με πάγωνε
κι ο ήλιος δεν ήταν πια εκεί να με ζεστάνει
και το ψάρι κρύφτηκε στο βυθό
και τα χρώματα χάθηκαν στη νύχτα
Κι εγώ ακόμα περίμενα
Και τότε ήρθε η όμορφη γοργόνα
και μου άπλωσε το χέρι
και με κάλεσε ν' ακούσω ιστορίες της θάλασσας,
της απέραντης στα πλάτη και τα χρόνια θάλασσας
Κι η θάλασσα μ' αγκάλιασε με αγάπη
Και τότε μόνο σταμάτησα να σε περιμένω.