| Έβλεπες να νυχτώνουν τα δάκρυα
Κρυμμένα στο δρόμο τα φιλιά σου ξετρύπωναν από τις σχάρες
Πόσα πεζοδρόμια και πόσες στοές δεν ήξεραν τη ληξιαρχεία του έρωτα μας
Τις μορφές που ενεδρεύανε στα κάγκελα
Πνιγμένες από ομορφιές και δέρματα
Είπαμε κάτι κεριά
Αφισσοκοληθήκαμε ένα Σάββατο
Και ξεκινήσαμε να διαβάζουμε τα μάτια των περαστικών
Ύστερα φύγαμε
Αδειάσαμε κι εμείς κι οι δρόμοι
Ποτάμια οι σκέψεις μας πνίγονταν μέσα στα νερά τους
Και τα σκυλιά γάβγιζαν την καρδιά μας στους δρόμους
Πόσο χώρο πιάνει το στήθος σου μέσα στη νύχτα μου, σε ρώτησα
Ποιος θα σου διαβάζει στο κρεβάτι το ωράριο των άστρων;
Σε άφησα στην είσοδο των χειλιών σου
Δυο σκαλοπάτια πριν την επόμενη πόρτα γύρισες και με κοίταξες αμίλητη
Αυτή η κόλαση έχει άφεση θεού σου είπα
Δεν έχουμε άλλη επιλογή
Θα χαμογελάμε πιο πολύ κι από το θάνατο
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|