| ΜΕΤΑΞΥ ΚΥΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΛΕΩΝ
ΠΟΛΛΑ ΠΕΛΕΙ [Μέρος Β]
Έφτασε η μέρα 'κείνη.
[Το κρασί το πρώτο βγήκε]
Το γλεντάνε, καθώς πρέπει.
Τον φωνάξανε , και.. μπήκε
-Ξέρεις πούθε είν' ετούτο;
Το ποτήρι του σηκώνει,
ο αφέντης, και, του δούλου,
μ' ειρωνεία, του τη.. χώνει.
-Καταράστηκες, κρασί,
να μην πιω, από τ' αμπέλι.
Βλέπεις όμως, πως, ο Δίας,
το π' επιθυμείς, δεν θέλει.
Πες μου.Τώρα,τί θα πεις;
Και, μην πεις, πως, δεν σε μέλει.
-Μεταξύ κύλικος-θαρρώ-
και χειλέων, πολλά.. πέλει.
Ο δούλος έδιν' άνισο
και μάταιο αγώνα.
Μα ξάφνου,.μπαίνει ο φύλακας.
-Κάπρος στον αμπελώνα.
Το ποτήρ' αφήνει κάτω.
Τέτοια προσβολή, δε..χαύτει.
Να τολμήσ' ένα..γουρούνι,
να τα βάλει, μ'..αργοναύτη;
Παίρνει αμέσως το κοντάρι.
Το κρατά γερά στο χέρι,
και τους λέει πως πηγαίνει
και κυνήγι να τους φέρει.
Πεταχτήκαν κάνα δυο,
να τον πάρουν' από πίσω.
-Μείνετε εκεί που είστε,
δεν θ' αργήσω να γυρίσω.
..........
Η γυναίκα του, σε λίγο,
έσκουζε η κακομοίρα.
Καταριόντανε το χοίρο,
που την είχ' αφήσει χήρα.
..........
Ο γενναίος αργοναύτης,
.έφυγε,πρίν να γελάσει.
Κι απ' τον άσημο τον δούλο,
διάσημ' έμεινε η φράση.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 14 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|