| Εσύ που κάθε σου όνειρο ήταν θαλασσινό
κι ήσουν φτιαγμένος, έλεγες, για μήκη και για πλάτη
πως άφησες το σώμα σου σε τούτο το βουνό;
πως μπόρεσες και γύρισες στη θάλασσα την πλάτη;
Τώρα, τις νύχτες φλέγεσαι από άγριο πυρετό
τι νόμιζες θα ξαναβρείς όλα όσα η νιότη αρνήθη;
ποιος νίκησε , ποιος τα βαλε ποτέ με τον καιρό;
ποιος πρόδωσε το πέλαγος και δεν ετιμωρήθη;
Ξύπνησες, στο παράθυρο κοίταξες για να δεις
μήπως σου γνέφει από μακριά κανείς μ’ ένα φανάρι
βλέπεις τ’ αστέρια μοναχά που πέφτουνε στη γη
κι εκεί ψηλά να αιμορραγεί κόκκινο το φεγγάρι
Μα αντί τη μοίρα σου να κλαις ή να κατηγορείς
κείνους που τάχα στα βουνά καταμεσής σε κλείσαν
πέρνα στη δράση! απαιτεί η ζωή να γρηγορείς
ποτέ της δεν χαρίστηκε σ’ όσους παραιτηθήκαν
μην περιμένεις άδικα τη μοίρα, τους θεούς
γιατί οι θεοί πεθάνανε, θαύματα πια δεν έχει
κόψε, συνάρμοσε ανά δυο, μάτισε τους κορμούς
και φτιάξε ένα πλεούμενο τα κύματα ν’ αντέχει
κι αν είναι η βόλτα σου μικρή και τα νερά στενά
να χαίρεσαι που τόλμησες να κάνεις το ταξίδι
όπως μπορεί τη ζήση του καθένας κυβερνά
καθένας μας τη θάλασσα έχει που του αξίζει
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|