Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132744 Τραγούδια, 271244 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Διακοπές 1γ
 
Το βραδάκι κατέβηκα στην ταβέρνα περιμένοντας το Βασίλη, δε φάνηκε και άρχισα να ανησυχώ, ρώτησα τον κυρ Γιώργη και δεν ήξερε τίποτα, κάτσε να ρωτήσω την κόρη μου που ήταν το απόγευμα εδώ. Τότε άρχισα να αναρωτιέμαι πως και δεν είχα ανταλλάξει τηλέφωνα με το Βασίλη, με το δίκιο του ο άνθρωπος θα τρόμαξε και δεν θα ήθελε να χαλάσει τις διακοπές του. Έρχεται μετά από λίγο κρατώντας ένα φάκελο, μου τον δίνει και κάθεται, έφυγαν πριν τη δύση του ήλιου μου λέει. ανοίγω το φάκελο και βγάζω ένα σημείωμα με λίγες λέξεις, “Συγνώμη που φεύγουμε έτσι απρόοπτα αλλά βγήκε δελτίο θυέλης και πρέπει να προλάβουμε τον καιρό. Θα τα πούμε, ΒΚ. ΥΓ τα χαιρετίσματά μου στη γυναίκα σου“.
Πήγα σπίτι και τα είπα στη Τζου που παραξενεύτηκε πολύ. Είχε σχηματίσει καλή εντύπωση για το φίλο μου και δεν περίμενε να φύγει έτσι απρόοπτα.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα ως συνήθως στον κυρ Γιώργη για καφέ και κουβεντούλα, Η Τζου κοιμόταν ακόμα.
- Σου έφερα και την χθεσινή εφημερίδα, που δεν την πήρες φεύγοντας, το πρωί που πήγατε εκδρομή, μαζί με τη σημερινή. Αα να σαι καλά κυρ Γιώργη, φέρε τώρα τον καφέ και έλα να τα πούμε. Ξεφύλισα την χθεσινή εφημερίδα πρώτα, έφερε τους καφέδες ο συμπαθής ταβερνιάρης και έκατσε. Δεν είχε κάτι ενδιαφέρον η χθεσινή και την κάνω πάσα στον κυρ Γιώργη. Ανοίγω τη σημερινή, με μεγάλα γράμματα έγραφε, “δεύτερη έκδοση”, δεν με παραξένεψε στην αρχή, και κάνω το πρώτο πέρασμα. Παίρνω το ποτήρι με το νερό και του λέω στην υγειά σου, πίνω μια γουλιά και ενώ διάβαζα άρχισε να μου χύνεται το νερό πάνω στο τραπέζι.
- Εεεε μου λέει ο κυρ Γιώργης πρόσεχε παιδί μου θα γίνεις μούσκεμα.
Είχα μείνει κόκκαλο με αυτό που διάβασα.
- Διάβασε, κατόρθωσα να ψελίσω, πες μου αν διαβάζεις ότι κι εγώ.
- Που βρε παιδί μου;
- Ναα εκεί κάτω στη φωτογραφία.
“ Γνωστός επιχειρηματίας των Αθηνών, (ΒΚ) 50 ετών, αναζητείται και η κόρη του (ΕΚ) 20 ετών, μετά από τη βύθιση του ιστιοφόρου που επέβαιναν, από την χθεσινή σφοδρή θαλασσοταραχή. Οι αρχές χτενίζουν την περιοχή για την ανεύρεση των ναυαγών.“
- Οχι δεν το πιστεύω, είπε ο κυρ Γιώργης, είναι αδύνατον, αφού εδώ ήταν χθες.
Αφήνω τον ταβερνιάρη άφωνο και πάω να βρω τη Τζου, τι να της πω και πως. Μπαίνω στο δωμάτιο και τη βλέπω ντυμένη και καθισμένη στο κρεβάτι να με περιμένει.
- Είμαι έτοιμη και σε περίμενα αργότερα βέβαια, για τη βόλτα μας.
- Τι βόλτα...αν σου πω τι έγινε ούτε βόλτα θα θες ούτε τίποτα.
Με κοίταξε παράξενα και το πρόσωπο της γέμισε απορία.
Της δείχνω στην εφημερίδα το σημείο που πρέπει να διαβάσει, μένει με το στόμα ανοιχτό και συνεχίζει να με κοιτάει απορημένη.
- Πως είναι δυνατόν, ψελίζει.
- Κι εγώ αυτό είπα, δεν το πίστευα.
- Να πάρουμε τηλέφωνο στο λιμεναρχείο, να μάθουμε.
- Θα πάω να ψάξω της λέω.
- Να πας αλλά να προσέχεις.
Κατεβαίνω πάλι στην ταβέρνα και ρωτάω τον κυρ Γιώργη που μπορούμε να βρούμε ταχύπλοο σκάφος.
- Εγώ, μου λέει ο ταβερνιάρης, έχω ένα από τα πιο γρήγορα της περιοχής. Κάτσε να το πω στη γυναίκα κι έρχομαι.
- Πάμε για προμήθειες του λέω όταν επέστρεψε, και τρέχω μαζί του προς το μόλο.
- Είναι γεμάτο πάντα, ξέρεις προς τα που τράβηξαν; Του είπα τη διαδρομή που έιχαν σκοπό για το ταξίδι τους.
- Υπολογίζω να τους έπιασε ο καιρός μετά από δύο ώρες, πάμε στον Άγιο.
- Εκεί ήμασταν χθές του λέω.
- Εκεί βγάζουν τα ρεύματα, θα είχε ρότα για το λιμάνι και βρήκε τον καιρό κόντρα και τον μπατάρησε, αν πρόλαβαν να φορέσουν σωσίβια ή μπήκαν στη βάρκα εκεί θα τους βγάλει.

Μετά από τρία τέταρτα της ώρας βλέπαμε από μακρυά το λιμανάκι. Αλλά την παρουσία, κανενός. Δέσαμε στη μικρή προβλήτα και πήγαμε κατά το εκκλησάκι. Μέσα ξαπλωμένος στο ένα στασίδι ο Βασίλης χλωμός και ταλαιπωρημένος, το πόδι του δεμένο όπως-όπως φαινόταν σε άσχημη κατάσταση. Μόλις άκουσε θόρυβο άνοιξε τα μάτια.
- Το παιδί τον ρωτάω;
- Μην ανησυχείς πήγε να φέρει βοήθεια.
- Έφυγε νύχτα και μάλλον θα χάθηκε.
- Είναι ξύπνια κοπέλα αν τα βρήκε σκούρα, θα περίμενε να φωτίσει και μετά θα ξεκίνησε.
- Τι έγινε για πες πονάς; Eν τω μεταξύ ο κυρ Γιώργης είχε πάει μέχρι το σκάφος και έφερε το κουτί με τις πρώτες βοήθειες.
- Δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι θα πρέπει να περιμένουμε και το παιδί, αντέχεις εσύ;
- Δεν έχω χτυπήσει αλλού παρά-μόνο στο πόδι, νομίζω πως είναι σπάσιμο.
- Τυχερός είσαι μες την ατυχία σου φίλε μου.
- Πως ήξερες να ψάξεις εδώ, πως σου ήρθε.
- Όχι εγώ ο κυρ Γιώργης ξέρει τα κατατόπια και ήρθαμε.
- Νά 'σται καλά και οι δυό.
Παυσίπονο βρήκα αλλά όχι νάρθηκα για το πόδι του φίλου μου, που ήταν σπασμένο χαμηλά στην κνήμη. Κατά ένα περίεργο τρόπο έιχε σπάσει μόνο το ένα κόκκαλο. Η περόνη απείραχτη, αλλά πως να το βάλουμε στη θέση του, θα χοροπηδούσε μέχρι το ταβάνι. Πετάχτηκα μέχρι έξω ψάχνωντας για μικρά σανιδάκια, δεν βρήκα παρά μόνο κάτι ξερόκλαδα και αναγκάστικα να σπάσω μερικά από το υπόστεγο. Μπήκα πάλι στο εκκλησάκι, μόλις με είδε ο Βασίλης με τις σανίδες στο χέρι κατάλαβε τη συνέχεια.
- Μην τολμήσεις είπε και με αγριοκοίταξε.
- Μωρέ θα το κάνω και βάλε τα δυνατά σου να μην ουρλιάξεις δυνατά και μας ξεκουφάνεις.
- Είναι κάτι που πρέπει να γίνει είπε κι ο κυρ Γιώργης.
Καθάρισα όσο μπορούσα καλύτερα το δέρμα, ακόμα και η επαφή μα το βαμβάκι τον ενωχλούσε. Και τώρα η μεγάλη στιγμή του είπα αλλά μη φοβάσαι δεν θα καταλάβεις τίποτα, με κοίταξε παραξενεμένος. Εκείνη την ώρα που του είχα αποσπάσει την προσοχή, τράβηξα απότομα το πόδι για να πάνε τα κόκκαλα στη θέση τους. Τα είχα καταφέρει σχεδόν αλλά ο φίλος λυποθύμησε. και τότε κατάφερα να αποτελειώσω το νάρθηκα με τη βοήθεια του κυρ Γιώργη.
Μετά από αρκετή ώρα ο Βασίλης συνήλθε από τη λυποθυμία και με κοίταξε με παράπονο.
- Μα με διαβεβαίωσε πως δεν θα καταλάβω τίποτα.
- Ναι αλλά δεν με άφησες να τελειώσω και να σου πω το γιατί.
- Προπάθησε να γελάσει αλλά αυτό που του βγήκε ήταν μουγκρητό.
- Και συ Άγιε μου έπρεπε να πνήξεις το φίλο μου για να με φέρεις εδω και να πάρεις τον οβολό μου; Να πάρε, και για το φίλο μου που τον έσωσες, ένα κεράκι για τον καθένα τους.
Αρκετή ώρα μετά πλησίαζε μεσημέρι πιά, ακούσαμε την άκατο του λιμενικού να βρυχάται απ' έξω από το εκκλησάκι. Κατέβηκαν δύο λιμενικοί κουβαλώντας ένα φορείο. Ξώπισό τους η Ευγενεία γεμάτη ανησυχία, μόλις μας είδε έσκασε ένα χαμόγελο.
- Κύριε Θανάση τι καλά που βρεθήκατε εδώ.
- Για πες μου τί έγινε, γιατί άργησες, έισαι καλά εσύ.
- Ναι καλά είμαι δεν έπαθα κάτι εγώ. Ξεκίνησα πολύ νωρίς δεν είχε ξημερώσει ακόμα και χάθηκα, αναγκάστηκα να περιμένω να ξημερώσει και τότε προσανατολήστικα και ξεκίνησα να περάσω το βουνό.
Στο μεταξύ οι λιμενικοί τον ξάπλωσαν προσεκτικά στο φορείο και τον μετέφεραν στο σκάφος. Πήγα και εγώ μαζί τους. Είπα στο κυρ Γιώργη να ειδοποιήσει τη Τζώρτζια να μην ανησυχεί και ξεκίνησαμε σε αντίθετες κατευθύνσεις.
Φτάνωντας στο νησί μας περίμενε ασθενοφόρο και μας μετέφερε στο κέντρο υγείας. Εκεί τον παρέλαβαν οι γιατροί και τον πήγαν για ακτίνες. Κάθησα με το παιδί να περιμένω πότε θα τον ετοίμαζαν. Μου διηγήθηκε με λεπτομέριες το συμβάν και πως έσπασε το πόδι του ο πατέρας της.
Αρκετή ώρα και μετά από τις αγριοφωνάρες του φίλου μου που πονούσε, τον έφεραν με καροτσάκι, μπαταρισμένο με γύψο μέχρι και πάνω από το γόνατο.
- Τώρα φίλε μου είσαι για να πάμε να καταλάβουμε εκείνο το ύψωμα που κάναμε αέρα στο στρατό.
- Ρε κόψε την πλάκα γιατί πονάω και βρες μου κανένα ζευγάρι πατερίτσες να αισθάνθώ ότι δεν είμαι και τόσο ανάπηρος, απ' όσο αισθάνομαι.
Τους άφησα μόνους μπαμπά και κόρη και πήγα στο φαρμακέιο και του έφερα ότι καλύτερο μπορόυσα να βρώ. Ενα ζευγάρι απίθανες πατερίτσες με λάβές για τα χέρια, προσαρμοζόμενες κλπ κλπ.
- Είναι τούρμπο του λέω θα σε πάνε παντού. Τώρα όμως θα σας πάω για φαγητό γιατί φαντάζομαι πως θα λυσάτε στην πείνα.
- Οχι ακόμα θα πρέπει να δώσω κατάθεση στο λιμεναρχείο,
- Ρε αφού είστε γεροί το λιμεναρχείο μπορεί να περιμένει.
- Καλά αλλά θα μας ψάχνουν οι λιμενικοί. θα τους αφήσω μήνυμα που θα είμαστε.
- Αλλά να τι λέω έρχεται ένας λιμενικός, μάλλον για σας θα είναι. Πράγματι μας πλησίασε ο λιμενικός και μας ζήτησε να πάμε για κατάθεση. Τον παρακάλεσα να πει στο διοικητή ότι θα πάμε για φαγητό και θα περάσουμε μετά από το λιμεναρχείο.
Αφού τον κατσάδιασα για την βιασύνη του να φύγει, κάθησε και μου εξήγησε πως στο νησί υπήρχε καλύτερο λιμάνι και θα έβγαζε την καταιγίδα καλύτερα εκέι, παρά στο λιμανάκι που είμαστε μαζί. Είχε ζητήσει πληροφορίες για τον καιρό από τον ασύρματο και έτσι το λιμεναρχείο ήξερε πως ξεκίνησε για εκεί. Δεν πρόλαβε βέβαια ούτε μέχρι το νησί να φτάσει, γιατί όπως σωστά το υπέθεσε και ο κυρ Γιώργης ο καιρός δεν τους τη χάρισε, ήρθε πολύ γρήγορα η καταιγίδα.
- Σε λίγο θα σας καλέσω ένα ταξί να πάτε στο λιμεναρχείο κι εγώ θα πάω να βρω ένα σκάφος για πίσω. Αν θέλετε βέβαια, μια και είσαστε εδώ και δεν έχετε λόγο να γυρίσετε Αθήνα να έρθετε μαζί και να περάσουμε λίγες μέρες μαζί και να ξεχάσετε και την περιπέτειά σας. Γκρίνιαξε λίγο ο Βασίλης αλλά και να γυρνούσε στην Αθήνα τι καλύτερο θα έκανε.
- Αποφασίστηκε λοιπόν.
Στο λιμάνι στην επιστροφή μας περίνενε ο κυρ Γιώργης, που τον είχα ειδοποιήσει πριν να φύγουμε.
- Να ρωτήσουμε την σπιτονοικοκυρά μας αν έχει κανένα άδειο δωμάτιο κυρ Γιώργη.
- Αστο σε μένα παλικάρι μου, θα την πάρω τηλέφωνο και θα σου πω, ελάτε να καθήσετε για λίγο.
Ετσι βρέθηκα να έχω δύο για ντάντεμα, όχι πως δεν μου άρεσε η παρέα αλλά και το ψάρεμα όμως....
Μπα δεν το στερήθηκα, τουναντίον είχα και κάποιον για παρέα.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Συλλογή
      Πεζοπορεία
      Κατηγορίες
      Κοινωνικά & Πολιτικά,Οικογένεια
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

karosmi@yahoo.gr
 
Βάσω
28-07-2006 @ 17:21
γίνεται το Διακοπές 1δ να το διαβάσω τώρα; Είμαι ανυπόμονη!!! ::yes.::
Περιπάνος Δημήτρης
29-07-2006 @ 01:34
Καλημερα Μιχαλη!!!!ομορφο!!! ::yes.::
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΠΑΠΠΑΣ
29-07-2006 @ 01:49
Γι αυτό Μιχάλη που και που ρίχνε κανά κέρμα στο παγκάρι
καλού κακού.Όπως η γυναίκα έτσι κι ο Άγιος θέλει το τάμα του,Καλημέρα. ::yes.::
ARGY
29-07-2006 @ 02:37
Καλημέρα, πολύ όμορφο διήγημα. ::rol.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο