| Παρατημένη από «πως» κι από «γιατί»
σε διχασμένες εποχές, καημού πελάτες,
φευγάτος έρωτας, καμένο μου χαρτί
κι η καταδίκη μου, να ζω με αυταπάτες.
Σε αντροκρατούμενη νυχτιά ο οβολός
πως να κρατήσει της ζωής την κατρακύλα,
της ξεχασμένης σου Ιθάκης ο γιαλός
ζωσμένος είναι από Χάρυβδη, και Σκύλλα.
Και να το βλέπω το φεγγάρι μου λειψό
και να το βάφω με της νύχτας τους χρωστήρες
τέρμινα χίλια στο νησί, στην Καλυψώ
ποια Πηνελόπη σε ακουμπά, και ποιοι μνηστήρες.
Από την καύτρα του «αγαπώ» είχα καεί
και είχα όνειρο τα μάτια τα γλυκά σου,
μα λειτουργούσαν της αγάπης σου οι ναοί
μ’ έρωτες ξένους, παρτεναίρ η Ναυσικά σου.
Παρατημένη απ’ ονείρου πινελιές
βορά θηρίου ,μες στο κέντρο της αρένας,
από του Κύκλωπα θα φύγω τις σπηλιές
και θα φωνάξω: «Με αγαπούσε ο Κανένας»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|