| Νωρίς μ’ ετοίμαζε
να βγω στης λίμνης την αλάνα, που την λήστεψα
Βραδιές με ατίμαζε
φεγγάρι που είπε Σ’ αγαπώ, κι εγώ το πίστεψα
Και στα χαλάσματα
μοναχικός, φτωχός, μπεκρής, της νύχτας μίασμα
Της πίκρας τ’ άσματα
τις νότες κάνανε να μοιάζουνε με αγίασμα
Βραδιές με γέμισε
δάκρυ και πίκρα, και ας είπε είναι ιππότης μου
Αφού με γκρέμισε
από το βάθρο της αγάπης και της νειότης μου
Όμως δεν τέλειωσε
κι όπως μου είπε: ¨τις νυχτιές άντε και λήστευτες»
Ήρθε και μ’ έλιωσε
με δύο λέξεις μοχθηρές κακές, κι απίστευτες
Τώρα σε ανήφορο
μπαίνω μονάχη, εκλιπαρώ, ψευτιές να λύσουμε
Με δέντρο δίφορο
αγώνα κάνω κάθε δίψα μας να σβήσουμε
Κι απ’ το κιτάπι μας
ένα εδάφιο να βρω , με φως που έλαμψε
Μα απ’ την αγάπη μας
δεν βρίσκω κάτι πουθενά. Κανείς δεν έγραψε;
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|