| Κοιμήθηκες απόγευμα πάνω στη μαύρη στάχτη
Το πέλαγο στα μάτια σου κοιμήθηκε μαζί
Ερημοπούλι στάθηκε στης μοίρας το αδράχτι
Και σ' έκλεισε ψυχούλα μου στο ξύλινο κλουβί
Σου έδωσα για να φοράς τα δίδυμα στολίδια
Φρόντισες να στα κλέψουνε συνθέτες της σιωπής
Κυρά των μαύρων άγγελων πάνω στ’ αποκαΐδια
Τις χιλιετίες των εθνών σταμάτα να θρηνείς.
Τα δόντια του ο γέροντας τα έμπηξε στη σάρκα
Και κύλησε ο αχέροντας αίμα και ουρλιαχτό
Πάρε τον ήλιο νόμισμα χρυσό να ‘χεις στη βάρκα
Να σε προσέξουνε εκεί όπως σε είχα εδώ.
Ανήμερα, απόμερα , αγέλαστα ακρογιάλια
Θα μείνουν και θα αναπολούν δροσιά καλοκαιριών
Φαντάσματα θα σέρνονται αντίκρυ τα ποστάλια
Ληστής ξανασταυρώνομαι στο μέσο δυο Χριστών.
{Α}
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 4
| |  | | | |  |
|