|
Στη στάση
Στης στάσης την οχλοβοή, χιλιάδες οι περαστικοί
βαδίζοντας εν τάχει
Μιλούν φωνάζουν διαρκώς, παντού τρεχάλα αλαλαγμός
βαβούρα να σου λάχει !
Κι εγώ στη στάση μοναχός, στέκω ακίνητος, βουβός
κάποιο λεωφορείο
Ο ήλιος έχει πια κρυφτεί μα δεν μειώνεται η βοή
παρ’ ότι κάνει κρύο !
Δύο εργάτες σταματούν, την στάση δίπλα μου κοιτούν
λές και ζητάνε κάτι
Μια πινακίδα έχουν μικρή και ψάχνουν πού ν΄ αναρτηθεί
σε κάποιο κολονάκι.
Τους βλέπω ώρα αγωνιούν, πρέπει επιτέλους να σχολνούν
μα κάτι δεν αρέσει
Χώρος στη στάση πουθενά, όλα πηγμένα στριμωχτά,
δεν βρίσκουν μία θέση…
Εγώ ακίνητος εκεί, κι από του κόσμου τη βοή
δεν παίρνω πιά χαμπάρι
Ήταν μια μέρα βαρετή, μα είναι η κούραση πολλή
κι ο ύπνος θα με πάρει.
Ώρες περνούν, εγώ εκεί !, ορθός και έχω κοιμηθεί
μονάχος αμανάτι,
Ξυπνώ και είμαι πάλι ορθός, μα με βαραίνει ο λαιμός
Ω ! μου φορέσαν κάτι !
Η πινακίδα η μικρή, στο σβέρκο μου έχει κρεμαστεί
και γράφει : Προς Παγκράτι !
-.-
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|