| Κι’ως φαίνει απόψε στ’ουρανού τ’ανάπλαγα σκοτίδι
η νύχτα και συλλογισμούς στον κάθα ει μας δίδει,
χίλια θεριά του λογισμού ομπρός μου 'ρδινιασμένα
φτεροπετούνε και λυσσούν άγρια και θυμωμένα.
Θρασομανούν καθώς καιντά φλογάτ'η γιαναπνιά ντως
και βγαίνει λάβα πύρινη μεσ’απ'τα σωθικά ντως
κι εγώ στη Ροσινάντε μου έρημος Δον-Κιχώτης,
χύνομαι στσ’ανεμόμυλους ετούτης τσ’αγριότης.
Τ’ανύπαρχτα θερια του νου πασκίζω να μερώσω,
αφου με τη γαλήνη μου δε λέω να φιλιώσω ,
γιατί λογιάζω τ’άδικο το δίκιο πως σκοτώνει
και κρούβγει πάσα μια χαρά στση θλίψης την αγχόνη.
Τση πρίκας γιαναστεναγμοί πληθιαίνου μέρα μέρα
κι αλλαξοσείρισεν ζιμιό η νιότη μου στα γέρα
κι όπως παλεύγω τση ψυχής το στεναγμό να χώσω
μα οπίσω η μαύρη σκέψη μου γιαγέρνει κάθε τόσο,
η πάσα μια μου ανασαιμιά την πλάση καψαλίζει
κι έγινε ο τόπος γύρω μου γιαγκίνι που σπιθίζει.
Γροικώ τση μάυρης μοναξάς τ'άδικο μοιρολόι
κι'έγνοια πρικιά σαν δίκοπο σαράκι να με τρώει,
κι ως κι αν ποθώ μιαν αμπρουλιά την κάψα να ξορίσει
και του Δριμάρη τη φωθιά αλάργο να ξορίσει,
Γαρμπής τα φύλλα τση καρδιάς με τσι φυσές του 'γγίζει,
τα δέρνει, τ'ανεμοχτυπά και τα χαμωκυλίζει.
Γιάντα Χριστέ μου τσ'αδικιές με το σωρό μοιράζεις
και σε καημούς τον κάθα ει και στεναγμούς δικάζεις
κι εκεια που η εξά τση αδικιάς ανθεί και λουλουδίζει ,
νέφαλο πέμπεις τση χαράς και βρέχει και ποτίζει
μα όπου πρίκες και καημοί τσ’αθρώπους εχτικιάσα,
τα νέφαλα σου μια φορά ΄πο πάνω δε περάσα...
Ηθελα και να κάτεχα που βρίχνεται η γαλήνη
να δω τα νιώθει άθρωπος την ώρα που τη βρίνει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|