| Έπιασαν τα τσάρα –τσούρα
φθινοπωρινή μαστούρα
έφερε το βοριαδάκι
και ντουγρού, για το τσαρδάκι.
Η φου-φου θα είν’ απούσα
που καιρός, για τέτοια λούσα
το κρασί θα με ζεσταίνει
μέχρι ιδρώτα, θα μου φέρνει.
Έχω και παλιά κουβέρτα
δόξα το Θεό αβέρτα
κάθετα κι’ οριζοντίως
θα τη βάζω η πλαγίως.
Όπως λένε έχω από όλα
κι’ αντισεισμική καριόλα
που έτσι να μη σας κουράζω
τσιμεντόλιθο της βάζω.
Ευτυχώς κι’ αν λείπει πόδι
ροχαλίζω, σαν το βόδι
πέντε τάβλες όλες κι’ όλες
ασορτί, με τρύπιες σόλες.
Όλα αυτά μαζί με άλλα
ποιο μικρά η ποιο μεγάλα
λέει το βιογραφικό μου
που έχω, στο προσκέφαλο μου.
Δεν υπήρξα θεομπαίχτης
ήμουν πάντα, ντόμπρος παίχτης
μα όπου γης, για τους χαχόλους
έχει ο Θεός, για όλους.
Στο στανιό μου αν λογοκρίνω
πόσο ατόφια φάτσα αφήνω
παίρνω αμπάριζα και βγαίνω
στο απίθανο, δε μένω.
Να κι’ ο ήλιος σκάει μύτη
φέρνοντας, ένα σπουργίτι
μέχρι το παράρνθυρο μου
φίλο, σ’ έχω κι’ αδελφό μου.
Τ’ αγαπάω και το δείχνω
λίγα ψίχουλα του ρίχνω
ξέρω, δεν μου περισσεύουν
τη μερίδα μου στερεύουν.
Μα παρ’ όλα αυτά, δεν κάνω
σκέψη ανώφελη πως, χάνω
την αξιοπρέπεια μου
μην τα θέλω όλα δικά μου.
Σ’ εποχές καλές για μένα
τότε, που ήμουνα στη πέννα
της ζωής μου το κοντράτο
έφερε τα πάνω- κάτω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|