| " ειμαι τελειομανης και θελω κατι να γινεται με τον τροπο που θελω εγω" ελεγε μια φωνη νεαρη απο τον δρομο. πρωτύτερα, ενας ακομη νοικοκυρης της γειτονιας μυνησε κ αυτος την δυσαρεσκεια του για τις γατες λεγοντας να μην ξαναβαλω νερο. και πως αν το ξαναδει θα το πεταξει. και τα σκυλια κι οι γατες ως και τα πουλια ερχονται και πινουν απο δω, μου ειπε μια φορα με το γλυκο του χαμογελο το αγαπητο κορακι της γειτονιας, οπως γεμιζα το δοχειο στο κλειστο απο καιρο περίπτερο, και ειναι δυο βηματα απο την πορτα του γραφειου του. φάτσα καρτα. ωραια! ειπα οπως χαμογέλασα στην φιλικοτητα του.
περαστικοι ειμαστε. φωνες ακουμε
κι αλιμονο η φωνη τους γινομαστε.
δεν ειναι ομως ολες ιδιες και ολες δεν θελουν κατι.
και καμια δεν ειναι η δικη μας.
καθε φορα που τις μιλω -και δεν ειναι στο μυαλο μου-
με σαρκα και οστα παντα, που ολο και θα βρεθει
απο καμια κακιασμενη μπροστα μου, να μετανιωνω
καθε φορα που της αποκριθηκα, και λεω δεν θα ξανα γινει.
δεν καταλαβαινουν που πολλαπλασιαζονται και
δυναμωνουν. μονιμως αχορταγες, αφηνοντας
καθε κενο και παυση ακατοικητα.
καπως ετσι ακουγοντας διχως μιλια
να τις βλεπω να χανονται στην ανυπαρξια τους
που ορεγεται ψυχες. η απανθρωπια ανθρωπια.
οταν ακουει το ονομα της 'ευαισθησια' κ 'αδυναμια'
να βουβαινεται και να απομακρυνεται.
η ψυχή ομως δεν ειναι φωνη. ακους μεγαλε- ανθρωπακο;
ειναι σαν τα καθαρα ματια και με κλειστα ματια.
ειναι σαν φως στο σκοταδι που το βλεπεις και τυφλος.
κι οπου πεφτει το φως ό,τι την μιμειται διαλυεται
σαν καπνος διχως φωτια- η αυταπατη.
και τι ειναι το σωμα σου να του επιβαλλεις
την καταπνιξη της ψυχης του. μια αυταπατη εισαι ,
που δεν καταφερνει να υποδυθει ενα αστρο
μα ενα αστρο στην γη διχως να σβησει μακρια
απο τα φωτα. και να το δει αυτός που ψαχνει για σωτηρες
οχι για οδηγο. μονο τα θολα ματια απο την σταχτη τους,
μπορουν να πιστεψουν πως δεν προκειται για απατη,
και να την κανουν θεο. ευτυχως για σενα
ειναι πολλά τετοια ματια. τα ματια
που ευχαριστως θα σε τρωγανε, αν τα πληρωνες.
και τα ανοητα τρεχουν ξωπισω σου, νηστικά.
σερναμενα και ασυγκριτα
και απο τα σκουληκια τα ερπετα τα ορνια,
που αυτα, οσο κι αν απειλουνται, οπως η φυση η ιδια
εχουν δικη τους βουληση.
τι σε νοιαζει που θα σε φανε μολις πεθανεις.
αφου δεν εζησες ποτε. κι αν τελευταια σου επιθυμια
οταν πεθανεις ειναι να σε καψουν και να σε πεταξουν
στους ανεμους, η ιδια σου η ψυχή δεν θα αφησει σημειο
που να μη σε ξερασει, ως που να γεννηθεις,
σαν παντα ετοιμος, να δινεις μονο ψυχή και μονο στην ψυχή.
κι ετσι να πεθαινεις και να γεννιεσαι καθε στιγμή.
απο όποιον δεν λογαριαζει, με καθε λεπτο που περναει,
καθετι εμψυχο μεσα του και εξω του, που τον κοιταει στα ματια.
όπως δεν το κοιταξες ποτε σου, έτσι να κοιμασαι
απο τουδε και στο εξης και ετσι να ξυπνας.
και να μη το πολεμας. δεν ειναι ευχή μητε καταρα.
ειναι το ακαταμαχητο μεσα σου εύηχο και φως
που σε αντηχει και άλαλο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|