| ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΡΑΚΑΞΑ
Καθησμένος στη κουνιστή πολυθρόνα του ο μπαρμπα Αλέξης κοιτούσε τα δέντρα στην αυλή του.Ντυμένα από το χιόνι έμοιαζαν με νύφες στολισμένες.Ζούσε μόνος του σε ένα μικρό σπιτάκι ίσα ένα δωμάτιο μία κουζίνα και μία τουαλέτα.Ήταν όμορφο τόσο όμορφο και η μικρή αυλίτσα μοσχομύριζε από τις βιόλες.Ακόμα και στο παραθύρι του στεκόταν καμαρωτό ένα κυκλάμινο.Περνούσε ώρες μπροστά στο τηλέφωνο περιμένοντας να ακούσει κάποιο νέο από τα παιδιά του.Από τη πρωτεύουσα όπως έλεγε.Ο μπαρμπα Αλέξης ζούσε μόνος του,τη κυρά του την είχε χάσει από μια σπάνια αρρώστια και τα παιδιά του ζούσαν με τις οικογένειές τους,ξεχνόντας το γέρος τους,όπως έλεγε με παράπονο στο κυκλάμινο.
Οι μέρες περνούσαν,οι μήνες,τα χρόνια και ο μπαρμπα Αλέξης μαράζωνε μόνος του με τη μοναδική του παρέα τις βιόλες,τα κυκλάμινα και τα άλλωτε γυμνά και άλλωτε καλοντυμένα δέντρα υποδέχοντας τον χειμώνα.Η αγαπημένη του συνήθεια ήταν να κάθεται στη κουνιστή του πολυθρόνα και να κοιτάζει έξω από το παραθυρί του προσμένοντας κάτι να έρθει.
Κάποιο χειμωνιάτικο μεσημέρι εκεί που γλυκοκοιμόταν άκουσε ένα μικρό χτύπημα στο τζάμι του παραθυριού του.Στην αρχή δεν έδωσε σημασία και συνέχισε τον ύπνο του.Ύστερα από λίγα λεπτά το μικρό χτύπημα έγινε μεγαλύτερο.Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε στο παραθύρι του έκπληκτος..Ήταν μια καρακάξα που χτυπούσε με το ράμφος της το τζάμι..Σηκώθηκε από τη πολυθρόνα του και πήγε κοντά να ανοίξει το παράθυρο..Η καρακάξα βλέποντας τον να έρχετε σημά της κορδόθηκε κοιτάζοντας τον με τα μεγάλα μαύρα της μάτια.Ο μπαρμπα Αλέξης άνοιξε το τζάμι και της είπε:
-Tι γυρεύεις εσύ εδώ κυρά καρακάξα μέσα στο καταχείμωνο;Μάλλον θα ψάχνεις για φαγητό.Μισό λεπτό να πάω στη κουζίνα να σου φέρω λίγο ψωμάκι.
Και η καρακάξα σα να κατάλαβε τι της έλεγε έμεινε εκεί να τον περιμένει.Ο μπαρμπα Αλέξης επέστρεψε από την κουζίνα κρατώντας στο χέρι του μια μεγάλη ψίχα ψωμάκι,κάθησε σε ένα ξύλινο σκαμπό που διακοσμούσε τη γωνία του παραθυριού και κομμάτι-κομμάτι τάιζε τη μαύρη καρακάξα.Μόλις τέλειωσε το φαγητό της τον κοίταξε έβγαλε ένα μεγάλο ΄΄κρα΄΄και χαθηκε στο χιονιά.Ο μπαρμπα Αλέξης αιστάνθηκε μία έντονη μελαγχολία να τον τυλίγει.Έκλεισε το παραθυρί του με βαθύ αναστεναγμό και πήγε να συνεχίσει τον ύπνο του στην κουνιστή του πολυθρόνα.
Τα χριστούγεννα είχαν έρθει,όμως για εκείνον όλες οι μέρες τους χρόνου ήταν ίδιες.Κανείς δεν τον επισκεπτόταν.Παραμόνο τα παιδιά του και αυτά είχαν πολύ και καιρό να τον επισκεφτούν και ιδίως στις γιορτές.Κι έτσι ο γέροντας περνούσε τις μέρες του διαβάζοντας τα αγαπημένα του βιβλία στη πολυθρόνα του.
Το επόμενο πρωινό ο κυρ Αλέξης βγήκε βόλτα στο κήπο φορώντας τη ζεστή του κάπα όταν άκουσε το τηλέφωνο να χτυπαει.Ήταν τηλεφώνημα από την πρωτεύουσα όπως συνήθιζε να λέει,από τα παιδιά του.Πήραν να του πουν πως αδυνατούν να τον επισκεφτούν τώρα στις γιορτές και ενδέχεται να πανε μετά.Ο καημένος ο κυρ Αλέξης παρόλο της στεναχωριά του έπνιξε τα δάκρυα του σε ένα ''δε πειράζει παιδιά μου εσείς να είσαστε καλά΄΄και ύστερα σιωπή
-Καλά χριστούγεννα μπαμπα,και κοιτα μην φας πόλυ να προσέχεις την υγεία σου!
-Εντάξει,εντάξει μην ανησυχείτε για μενα!!Κοιτάξτε να είσαστε εσείς καλά!Καλά χριστούγεννα..
Και με δάκρυα στα μάτια κατέβασε το ακουστικό.
Πάνε πολλά χρόνια που έχασε τη κυρά του και ζει μονος του.Τα παιδιά του δεν είναι πως δεν τον αγαπούν αλλά είναι κι εκείνος κάπως περίεργος εδώ που τα λέμε.Συνέχεια του λένε να τον πάρουν μαζί τους μαζί τους για κάποιες μέρες αφού δε θέλει να μείνει μόνιμα στη πρωτεύουσα,εκείνος επιμένει στο όχι!΄΄Εδώ είναι η στόφα μου΄΄,έλεγε και ξανα έλεγε.Εδώ μένει η κυρά μου.
Aκόμα και ετούτες τις Χριστουγεννιάτικες μέρες για εκείνον ήταν ίδιες μέρες σαν όλες του χρόνου.Μόνο όταν ζούσε εκείνη είχαν αξία.Παντού υπήρχαν λαμπόνια,στολισμένο καράβι,το σπίτι να μοσχομυρίζει από τα φουρνισμένα γλυκίσματα και η αυλίτσα να φωτίζετε από τα πολύχρωμα φωτάκια και τους λαμπερούς Αγιοβασίληδες.Καθησμένος στη κουνιστή πολυθρόνα του έκλεισε τα μάτια του και άφησε τις σκέψεις του να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο.Στα χριστούγεννα εκείνα.Ένοιωσε ένα κόμπο να πνίγει το λαιμό του και η καρδιά του άρχισε να εξασθενει όταν τη στιγμή εκείνη άκουσε πάλι εκείνο το χτύπημα στο τζάμι.Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τη καλή του φίλη.Την καρακάξα.Κοντοζύγωσε στο παράθυρο του λέγοντας της.
-Καλώς την κυρά καρακάξα.Αν και με γύρισες πίσω από ένα ταξίδι στάσου να σε φιλέψω κάτι.Και δίνοντας της σποράκια εκείνη άνοιξε τα φτερά της και με ένα μεγάλο ΄΄κρα΄΄τον ευχαρίστησε.Αυτή τη φορά όμως δεν έφυγε.Κάθισε εκει στο περβάζι κοιτάζοντας τον μπαρμπα Αλέξη μες τα μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη,και όχι μόνο,τον κοιτούσαν γεμάτα συμπόνια και αγάπη
Τότε ο μπαρμπα-Αλέξης τράβηξε το ξύλινο σκαμνάκι και κάθησε κοντά της.Κάθε μέρα η καρακάξα πήγαινε και επισκεφτόταν τον καλύτερο της φίλο.Είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους μια ξεχωριστή φιλία.Της έλεγε ιστορίες από τα παλιά.Από τότε που ήταν μικρά τα παιδιά του,τη γνωριμία του με την κυρά Αφρούλα,τη κυρά του που με τόσο θαυμασμό μιλούσε.
Περνούσαν οι μέρες,οι μήνες τα χρόνια και αυτή η φιλία κρατούσε γερά τα δεσμά της.Ο μπάρμπα-Αλέξης άρχιζε να ξανα ζει,ένιωθε τόσο ευτυχησμένος.Αλλά και η καρακάξα έδειχνε ευτυχησμένη,είχε το καθημερινό της φαγάκι,είχε τη δική της παρέα!Μία ξεχωριστή παρέα.
Τα Χριστούγεννα έφτασαν και θαρρείς πως αυτά τα Χριστούγεννα ήταν διαφορετικά τα πιο ξεχωριστά και για τους δύο.
Ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων.Ο μπάρμπα Αλέξης είχε ξυπνήσει τόσο χαρούμενος που παρόλο το 86 έτος της ηλικίας του ανέβηκε στη σοφίτα και κατέβασε ότι στολίδια είχε!!!Στόλισε το σπίτι του με τα πιο όμορφα στολίδια,έβαλε λαμπόνια στα δέντρα της μικρής αυλίτσας που θύμιζε τα χρόνια τότε..Ως και καράβι στόλισε.Όλα θύμιζαν τα χρόνια τότε,τα τότε Χριστούγεννα.Τα Χριστούγεννα της κυράς Αφρούλας όπως τα είχε ονομάσει.Ήταν τόσο ευτυχησμένος.Έβαλε τα καλά του ρούχα,ντύθηκε καλά λόγο βαρυχειμωνιάς και βγήκε στην αγορά να ψωνίσει!Δεν βγήκε μόνος όμως,είχε και παρέα, τη κυρά καρακάξα!!Καθησμένη και καμαρωτή πάνω στον ώμο του..Ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα και όσοι τον ήξεραν τον είχαν για τρελό που κυκλοφορεί με ένα μαύρο πουλί πάνω του!Δεν το ένοιαζε όμως!!!'Ηταν η φίλη του και την αγαπόυσε πολύ!
Αγόρασε τη πιο μεγάλη γαλοπούλα που βρήκε,πολλά φρούτα και πολλούς σπόρους.
-Ε μπάρμπα-Αλέξη,ποιός θα φάει όλους αυτούς τους σπόρους και την τόσο μεγάλη γαλοπούλα;
-Η γαλοπούλα είναι για μένα και οι σπόροι ειναι για την αγαπημένη μου φίλη..Να αυτην εδω τη καρακάξα..Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα και της έχω τραπέζι..
Ο μαγαζάτορας σάστισε,τον πέρασε για τρελό βλέποντας στον ώμο του τη καρακάξα..
-Μα έχει τραπέζι σε ένα πουλί και δε σε μια καρακάξα;Πάει ξεμοράθηκε.Από τότε που έχασε τη κυρά του τρελάθηκε.Μετά από τόσα χρόνια πρώτη φορά τον είδα καλοντυμένο και πρώτη φορά βγήκε στην αγορά.Τι να πω ας τον έχει καλά ο Θεός.
Μονολογούσε ο μαγαζάτορας καθώς κοιτούσε τον κυρ-Αλέξη να απομακρύνεται.Και πραγματικά έδειχνε πολύ ευτυχησμένος.Γύρισε στο σπίτι του έβαλε τη γαλοπούλα να ψήνετε και σε ένα πιάτο στόλισε τους σπόρους για την επίσημη καλεσμένη του.Μόλις η καρακάξα μύρισε τους σπόρους πέταξε κοντά του..
-Βρε καλώς την,πάνω στην ώρα,σου ετοιμάζω το δείπνο σου,μα θα περιμένεις λιγάκι να γίνει και το δικό μου φαγητό για να φάμε παρεούλα.
Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό η καρακάξα και ο μπάρμπα-Αλέξης καθόντουσαν στο παραθύρι ακούγοντας τα κάλαντα από τις παιδικές φωνές που ηχούσαν στη γειτονιά..
-Έχουν χρόνια να χτυπήσουν και το δικό μου κουδούνι για να μου πουν τα κάλαντα.Τι λες κυρά μου τα φωνάζουμε να έρθουν να τα πουν και σε μας;
Και η καρακάξα τίναξε τα φτερά της σαν να του έγνεφε ναι..Κι έτσι ο κυρ-Αλέξης βγήκε στην αυλόπορτα του προσκάλεσε στο σπίτι του δύο πανέμορφα παιδάκια να του πουν τα κάλαντα..Καθώς χτυπούσαν όλο χαρά τα τρίγωνα τους,ο μπάρμπα-Αλέξης ένιωσε τη καρδιά του να χτυπάει όλο συγκίνηση και τα μάτια βούρκωσαν καθώς του ερχόντουσαν εικόνες από τα παιδιά του που ήταν μικρά.
Τα άφησε να τα λένε ξανά και ξανά,δεν χόρταινε να τα ακούει,όχι μόνο αυτός μα και η καρακάξα.Όταν τέλειωσαν τους έδωσε χρήματα και γέμισε τις παιδικές τους φούχτες από γλυκίσματα..Τα παιδάκια τον αποχαιρέτησαν και έτρεξαν σε άλλο σπίτι να τα πούν..
Ο μπάρμπα-Αλέξης γύρισε στο σπίτι του ξεφούρνισε τη γαλοπούλα έβαλε τους σπόρους σε ένα όμοφο Χριστουγεννιάτικο πιάτο,γέμισε και ένα δοχείο με νεράκι,στόλισε το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και με ένα σφύριγμα κάλεσε την καλεσμένη.Εκείνος κάθησε στη κορυφή του τραπεζιού εκεί που καθόταν πάντα, στη θέση της κυράς Αφρούλας καθόταν η κυρά καρακάξα.Ήταν το πιο όμορφο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.Ήταν τα πιο όμορφα Χριστούγεννα.Γέλια ηχούσαν από το φτωχικό σπιτάκι,ήταν τα γέλια του κυρ-Αλέξη,γελούσε καθώς διηγόταν αστείες ιστορίες από τα παιδιά του,τους ψευτοτσακωμούς του με κυρά του,τα μούτρα και όλα όσα φέρνουν γέλια μετά από καιρό.
Το ρολόι χτύπησε μία το ξημέρωμα..
-Ε κυρά καρακάξα δες πέρασε η ώρα και ούτε που το καταλάβαμε.Δεν νύσταξες;Εγώ πάλι ήπια λιγάκι παραπάνω χαχα και μου ήρθε το πρώτο χασμουρητό..Της είπε όλο χαρά -Άντε να ξεκουραστείς κ εσύ στο σπιτικό σου,και αύριο μέρα είναι.Σε ευχαριστώ κυρά μου, φέτος ήταν από τα πιο όμορφα Χριστούγεννα.Σε ευχαριστώ..
Και η καρακάξα κοιτάζοντας τον μες τα μάτια τον καληνύχτισε και πέταξε μακριά..
Το επόμενο πρωί η καρακάξα γύρισε στο παράθυρο του κυρ Αλέξη και τον είδε μέσα από το τζάμι να κοιμάται στην πολυθρόνα..Χτύπησε με το ράμφος της το τζάμι,μα τίποτα..Τότε εδώσε ένα δυνατότερο χτύπημα με αποτέλεσμα να σπάσει το τζάμι,πεταξε μέσα και πήγε και κάθησε στα πόδια του μπάρμπα-Αλέξη..Κατάλαβε πως αγαπημένος της φίλος δεν ζει πια!Μα ξέρει πως έφυγε ευτυχησμένος για να πάει να συναντήσει την κυρά του που τόσο πολύ αγαπόυσε..Και τότε εκείνη έβαλε το κεφαλάκι της στο στέρνο του και ακολούθησε τον φίλο της στο τελευταίο ταξίδι των Χριστουγέννων....
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|