|
| Έξω από την βρεφική κούνια ασίγαστα λικνιζόμε | | | Από την: 'Οι ξένοι που αγάπησα'. Καλησπέρα σε όλες και όλους. | | Έξω από την βρεφική κούνια ασίγαστα λικνιζόμενος
(Out of the Cradle Endlessly Rocking
Walt Whitman,1819-1892)
Έξω από την βρεφική κούνια ασίγαστα λικνιζόμενος,
από του κοτσυφιού το σαϊτα μουσική λαρύγγι,
έξω από το ενιάμηνο μεσονύχτι,
πάνω από τις στέρφες αμμουδιές και τα πιό’κεί χωράφια,
όπου το παιδί το κρεββάτι του αφήνοντας,
μόνο, ξεσκούφωτο, ξυπόλητο, περιπλανιόταν
κάτω από την καταιγίδα της άλω του φεγγαριού,
από το μυστικό παιχνίδι σκιών
που σαν ζωντανές συστρέφονταν και σμίγαν,
από συστάδες με ρείκια και βατομουριές,
από τις αναμνήσεις του πουλιού που μου έψαλλε,
τις αναμνήσεις σου θλιμμένε αδερφέ μου –
από τις απρόβλεπτες εγέρσεις και πτώσεις,
που άκουσα κάτω από’κείνο το πρησμένο, σαν στα δάκρυα,
κίτρινο μισό φεγγάρι που άργησε να ανατείλει,
από’κείνες τις πρώτες, εκεί στην διάφανη ομίχλη,
νότες αρρώστειας και αγάπης,
από τις χιλιες, χωρίς τέλος, αποκρίσεις της καρδιάς μου,
τις μυριάδες που από’κεί αναβλύζουν λέξεις,
την από όλες πιο υπέροχη και δυνατή λέξη,
απ’όλα αυτά εδώ φερμένος, άντρας
- κι’όμως από’κείνα τα δάκρυα ξανά μικρό παιδί-
πριν όλα βιαστικά μ’αφήσουν,
καθώς τώρα όπως σμάρι πουλιών που κελαηδά,
υψώνεται ή πάνω μου περνά
κινούν να ξανάρθουν στην σκηνή,
τα κύματα κoιτάζοντας, στην άμμο ριγμένος,
ψάλτης πόνων και χαρών,
του εδώ και του επέκεινα συνδέτης,
όλες τις συμβουλές ακούγοντας να τα χρησιμοποιήσω
- γρήγορα όμως υπερβαίνοντάς τες-
μιάν ανάμνησή μου τραγουδώ.
Στο Πόμανοκ* κάποτε,
όταν τα χιόνια είχαν λυώσει –
όταν το άρωμα της πασχαλιάς πλανιόταν στον αέρα
και του πέμπτου μήνα το χορτάρι μεγάλωνε,
σ’αυτήν την ακτή, σε μια συστάδα βατομουριές,
δυό επισκέπτες από την Αλαμπάμα-δυό μαζύ..
και η φωληά τους.. και τέσσερα ανοιχτοπράσινα αυγά με καφέ κηλίδες
και κάθε μέρα το αρσενικό πουλί να πηγαινοέρχεται κοντά τριγύρω
και κάθε μέρα το θηλυκό σιωπηλό, με λαμπερά μάτια, να κουρνιάζει στην φωληά του,
και κάθε μέρα εγώ, παιδί περίεργο, ποτέ μη πλησιάζοντας, ποτέ μη ενοχλώντας τα,
προσεχτικά να περιεργάζομαι, απορροφώ, μεταφράζω.
Λάμψε !λάμψε! λάμψε!
μεγάλε Ήλιε την ζεστασιά σου βρέξε!
καθώς λιαζόμαστε- δυό μαζύ.
Δυό μαζύ!
βόρειοι ή νότιοι φυσούν άνεμοι,
άσπρη φτάνει η μέρα ή μαύρη έρχεται η νύχτα,
στην φωληά μας ή ποτάμια και βουνά μακρυά της,
όλο τον καιρό, για τον καιρό αδιαφορώντας τραγουδάμε,
όσο μένουμε δυό μαζύ.
Μέχρις ότου ξαφνικά,
-ίσως σκοτώθηκε, χωρίς ο σύντροφός του να το ξέρει-
ένα πρωί το θηλυκό δεν κούρνιασε στην φωληά του,
ούτε’κείνο το απόγευμα γύρισε, ούτε το επόμενο,
ούτε φάνηκε ξανά.
Κι’από τότε, όλο το καλοκαίρι, στους ήχους της θάλασσας
και την νύχτα, κάτω απ’το φως της πανσελήνου, σε ηπιότερο καιρό,
πάνω από τα βραχνά κύματα της θάλασσας,
ή από συστάδα σε συστάδα την ημέρα φτερουγίζοντας,
είδα, σε διαστήματα άκουσα, αυτό που απόμεινε, το αρσενικό,
τον μοναχικό επισκέπτη από την Αλαμπάμα.
Φυσήξτε !φυσήξτε !φυσήξτε!
Δυνατά στην ακτή του Πόμανοκ φυσήξτε της θάλασσας ανέμοι!
Καρτερώ και καρτερώ.. ως να φυσήξετε σ’εμένα την καλή μου.
Ναι, όταν λάμπαν τ’άστρα,
όλη νύχτα στην κορφή ενός με μούσκλια και όστρακα
σκεπασμένου πασσάλου,
κάτω, σχεδόν μέσ’τα κύματα που τον χτυπούσαν,
όμορφος, αξιολύπητος, στεκόταν ο μοναχικός τραγουδιστής.
Το ταίρι του καλούσε
νοήματα αφήνοντας να ξεχύνονται, που απ’όλους τους ανθρώπους εγώ μόνο γνωρίζω..
Ναι, αδερφέ μου, τα γνωρίζω.
Οι άλλοι δεν μπορούσαν- όμως εγώ έχω φυλάξει στοργικά κάθε τους νότα.
Επειδή μιά φορά- και περισσότερο από μιά φορά-
καθώς σιωπηλός, στο ημίφως, του φεγγαριού τις αχτίδες αποφεύγοντας,
σκιά στις σκιές κάτω στην ακτή ξεγλίστρησα,
και, ως ένα τους σημείο, θυμάμαι τώρα τις σκοτεινές μορφές,
τους αντίλαλους, τους ήχους και τις εικόνες,
των μεγάλων κυμάτων τα λευκά μπράτσα να τινάζονται ακούραστα,
εγώ, ξυπόλητος, ένα παιδί, με τον άνεμο να μου χαϊδεύει τα μαλλιά,
για ώρες πολλές ..κι’ώρες πολλές τα άκουσα.
Άκουσα, για να τα φυλάω, τραγουδώ- τις νότες τώρα μεταφράζοντας,
μαζύ σου, αδερφέ μου.
Παρηγορούν! παρηγορούν! παρηγορούν!
Σχεδόν το κάθε κύμα της το επόμενο παρηγορεί,
και πάλι άλλο.. επόμενο.. αγκαλιάζοντάς το,
παίρνοντάς το στα γόνατα…όλα κοντά,
μα η αγάπη μου δεν με παρηγορεί.. όχι εμένα.
Χαμηλά κρεμιέται το φεγγάρι-άργησε να ανατείλει.
Ω, αργεί-Ω, είναι βαρύ θαρρώ από αγάπη..αγάπη.
Ω, τρελά σπρώχνει η θάλασσα, σπρώχνει την στερηά,
με αγάπη..με αγάπη.
Ω, νύχτα! είν’η αγάπη μου που έξω’κεί,
στα μεγάλα κύματα αναμέσα φτερουγίζει;
Τί’ναι’κείνο το μικρό μαύρο πράγμα που βλέπω στον αφρό;
Δυνατά! δυνατά! δυνατά!
Δυνατά σου φωνάζω αγάπη μου!
Ψηλά και καθαρή, πάνω απ’τα κύματα, στέλνω την φωνή μου.
Σίγουρα ξέρεις ποιος είν’εδώ, είν’εδώ.
Να ξέρεις ποιος είμαι, πρέπει, αγάπη μου.
Φεγγάρι που χαμηλά’σαι κρεμασμένο!
Τι είναι’κείνη η σκοτεινή κηλίδα στο καφεκίτρινό σου;
Ω, είναι η μορφή, η μορφή του ταιριού μου!
Ω, φεγγάρι, άλλο μη το κρατάς μακρυά μου..
Στερηά! στερηά! ω, στερηά!
Ω, όπου κι’αν στραφώ, νομίζω πως θα μπορούσες
να μου ξαναδώσεις το ταίρι μου, αρκεί να τό’θελες.
Επειδή είμαι σχεδόν βέβαιο πως αμυδρά το βλέπω, όπου κι’αν κοιτάξω.
Ω, άστρα που ανατέλλετε!
Αυτό που τόσο πολύ θέλω θα ανατείλει, ίσως,
θα ανατείλει με κάποια από’σάς.
Ω, λαρύγγι! Ω, τρεμάμενο λαρύγγι!
Ήχησε καθαρότερα στην ατμόσφαιρα!
Τα δάση τρύπησε, την γη,
κάπου, καρτερώντας να σ’ακούσει,
πρέπει να’ναι το ταίρι αυτό που θέλω.
Βουλιάξτε, τραγούδια!
της μοναξιάς εδώ - της νύχτας τραγούδια!
τραγούδια αγάπης ασυντρόφευτης! τραγούδια Θανάτου!
τραγούδια κάτω από’κείνο το αργό κίτρινο φεγγάρι που φθίνει!
Ω, κάτω από’κείνο, που σχεδόν πάνω στην θάλασσα γέρνει φεγγάρι!
Ω, ασυλλόγιστα, απελπισμένα τραγούδια!
Όμως απαλά! βαθειά βουλιάξτε.
Απαλά! αφήστε με μόλις να μουρμουρίζω.
Και’σύ βραχνόφωνη θάλασσα, περίμενε μια στιγμή,
γιατί κάπου πιστεύω άκουσα να μ’αποκρίνεται το ταίρι μου,
τόσο αδύναμα –σιωπηλό πρέπει να μένω ν’ακούσω,
όχι όμως εντελώς σιωπηλό,
γιατί τότε θα μπορούσε σε μένα αμέσως να μην έλθει.
Από’δώ, αγάπη ,μου!
Εδώ’μαι! Εδώ!
Με αυτήν την τρεμάμενη τρίλια σου φανερώνομαι.
Για σένα είναι αυτό το τρυφερό κάλεσμα, αγάπη μου, για σένα.
Μη γελαστείς και πας αλλού!
Εκείνο είναι το σφύριγμα του ανέμου -δεν είν’η φωνή μου.
Το φτερούγισμα των κυμάτων, του αφρού το φτερούγισμα είναι εκείνο.
Των φύλλων είναι αυτές οι σκιές.
Ω, σκοτεινιά! Ω, μάταια!
Ω, άρρωστο πολύ είμαι και θλιμμένο.
Ω, καφετιά στέψη στον ουρανό, κοντά στο φεγγάρι που στην θάλασσα γέρνει!
Ω, ανήσυχη στην θάλασσα αντανάκλαση!
Ω, λαρύγγι! Ω, δυνατά παλλόμενη καρδιά!
Ω, όλα- κι’εγώ ανώφελα να τραγουδώ, ανώφελα όλη νύχτα.
Κι’όμως ακόμα μουρμουρίζω, συνεχίζω να μουρμουρίζω!
Ω, μουρμουρητά-τα ίδια εσείς με κάνετε
να συνεχίζω να τραγουδώ, χωρίς να ξέρω γιατί.
Ω, παρελθόν! Ω, ζωή! Ω, χαράς τραγούδια!
Στον αέρα-στα δάση-πάνω απ’τους αγρούς.
Αγαπημένα !αγαπημένα! αγαπημένα! αγαπημένα! αγαπημένα!
Όμως δεν είναι πιά η αγάπη μου, δεν είναι πιά μαζύ μου!
Όχι πιά τα δυό μας μαζύ..
Η άρια έσβηνε.
Όλα τα άλλα συνέχιζαν- τα άστρα να λάμπουν,
οι άνεμοι να φυσούν- οι νότες του πουλιού συνέχεια να αντηχούν,
με θυμωμένους λυγμούς η άγρια αρχαία μάνα, γκρίζα και θροϊζουσα,
ασίγαστα να θρηνεί, στις αμμουδιές της ακτής του Πόμανοκ,
το κίτρινο μεγεθυμένο μισοφέγγαρο να κρεμιέται,
γέρνοντας, αγγίζοντας σχεδόν το πρόσωπο της θάλασσας,
το παιδί εκστατικό- με τα γυμνά του πόδια στα κύματα,
τα μαλλιά του να παίζουν με τον άνεμο,
με ελεύθερη, τώρα, την πολύ καιρό στην καρδιά του φυλακισμένη
αγάπη να ξεσπά, επιτέλους τώρα, εκκωφαντικά,
το νόημα της άριας γρήγορα να σκηνώνει στα αυτιά, στην Ψυχή του,
τα παράξενα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του,
η συνομιλία εκεί –το τρίο- καθένας τους να μιλά,
φωνές ψιθυριστές –η σκληρή αρχαία μάνα να κλαίει ασταμάτητα,
η αργή απαρίθμηση των ερωτήσεων της Ψυχής του παιδιού-
κάποιος πνιγμένος κρυφός συριγμός,
στον βάρδο της αγάπης, που τώρα γεννιόταν.
Δαίμονα ή πουλί( είπε η ψυχή του παιδιού)
Είναι πράγματι που στο ταίρι σου τραγουδάς; Ή κυρίως σε μένα;
Επειδή εγώ που ήμουν ένα παιδί και η χρήση της γλώσσας μου κοιμόταν,
σ’έχω τώρα ακούσει.
Μέσα σε μια στιγμή τώρα ξέρω γιατί είμαι- ξυπνώ.
Και χίλιοι τραγουδιστές, κιόλας- χίλια τραγούδια, πιο καθαρά, πιο δυνατα και απ’τα δικά σου πιο θλιμμένα,
Χίλιες ηχώ κελαηδημάτων έχουν αρχίσει μέσα μου να ζούν
για να μην πεθάνουν ποτέ.
Ω, εσύ τραγουδιστή, μοναχικέ, που μόνος τραγουδάς προβάλλοντάς με,
Ω, εγώ, που στην μοναξιά μου σ’ακούω- ποτέ πιά δεν θα πάψω να σε διαιωνίζω,
ποτέ πιά δεν θα ξεφύγω, ποτέ πιά τις αντηχήσεις,
ποτέ πιά δεν θα μου λείπουν οι κραυγές ανικανοποίητης αγάπης,
Ποτέ δεν θα μ’αφήσουν- νά’μαι ξανά το πριν ήσυχο παιδί, εκείνο που εκεί, στην νύχτα,
πλάϊ στην θάλασσα, κάτω απ’το κίτρινο κρεμασμένο φεγγάρι,
ο αγγελιαφόρος ξύπνησε- η φωτιά, η γλυκειά κόλαση μέσα μου,
η άγνωστη επιθυμία, η μοίρα μου.
Ω, τον μίτο δόσ’μου!( κάπου εδώ στην νύχτα κρύβεται)
Ω, αν είναι νά’χω τόσα πολλά, δόσ’μου περισσότερα!
Ω, μια λέξη! Ω, ποιος είναι ο προορισμός μου; ( Φοβάμαι στο εξής θα είναι το χάος.)
Ω, πως οι χαρές, οι φόβοι, οι περιπλοκές, οι ανθρώπινες μορφές, και όλες οι μορφές
σαν από τάφους αναβλύζουν γύρω μου!
Ω, φαντάσματα! Όλη την γή σκεπάζετε κι’όλη την θάλασσα! Ω, δεν μπορώ στην πάχνη να’δώ αν μου γελάτε ή με αποδοκιμάζετε.
Ω, πάχνη, ένα βλέμμα, μια λέξη! Ω, πολυαγαπημένοι!
Ω, σείς ανδρών και γυναικών αγαπημένα φαντάσματα!
Μια λέξη τότε,(επειδή θα την κατακτήσω,)
Την τελική, την όλων υπέρτερη,
λεπτή, πάνω σταλμένη- ποια είν’αυτή;- ακούω.
Την ψιθυρίζετε και την ψιθυρίζατε πάντα, εσείς της θάλασσας τα κύματα;
Από τα υγρά σας χείλη και τις βρεγμένες άμμους βγαίνει;
Σε αυτό απαντώντας, η θάλασσα,
χωρίς να αργεί, χωρίς βιασύνη,
μου ψιθύριζε όλη νύχτα και πολύ καθαρά πριν το ξημέρωμα,
Μου συλλάβιζε την χαμηλότονη και υπέροχη λέξη ΘΑΝΑΤΟΣ..
Και ξανά Θάνατος- πάντα Θάνατος, Θάνατος, Θάνατος.
Συρίζοντας μελωδικά,
όχι σαν το πουλί, ούτε σαν την ανάστατη παιδική καρδιά μου,
αλλά πλησιάζοντάς με, σαν να’ταν μόνο εγώ ν’ακούω, θροϊζοντας στα πόδια μου,
έρποντας συνεχώς από’κεί ως τα αυτιά μου, απαλά λούζοντάς με παντού.
Θάνατος, Θάνατος, Θάνατος, Θάνατος, Θάνατος.
Που δεν ξεχνώ.
Όμως διαχέω , στην τύχη, το τραγούδι του σκοτεινού μου δαίμονα κι’αδερφού μου,
εκείνο που μου τραγούδησε στο φεγγαρόφωτο της γκρίζας ακτής του Πόμανοκ,
στα χίλια ευαίσθητα τραγούδια, δικά μου τραγούδια, που ξύπνησαν από εκείνη την ώρα.
Και μαζύ τους το κλειδί, την λέξη από τα κύματα, την λέξη του πιο γλυκού τραγουδιού, και όλων των τραγουδιών,
εκείνη την δυνατή και υπέροχη λέξη,
που έρποντας στα πόδια μου, η θάλασσα μου ψιθύρισε.-
*Ινδιάνικη ονομασία του Λονγκ Άϊλαντ
Απόδοση στην ελληνική: Μ.Ελμύρας
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
| Σαν νερό ήρθα'δώ, σαν αέρας θα φύγω... | | |
|
inokrini 22-10-2018 @ 20:18 | πολυ ωραιο!!!!!!!!!! ::love.:: ::love.:: | | Κων/νος Ντζ 22-10-2018 @ 20:47 | Ναι, αδερφέ μου, τα γνωρίζω.
Οι άλλοι δεν μπορούσαν- όμως εγώ έχω φυλάξει στοργικά κάθε τους νότα!!!
Μη γελαστείς και πας αλλού!
Εκείνο είναι το σφύριγμα του ανέμου -δεν είν’η φωνή μου.
Μια λέξη τότε,(επειδή θα την κατακτήσω,)
Την τελική, την όλων υπέρτερη,
λεπτή, πάνω σταλμένη- ποια είν’αυτή;- ακούω
Πολύ καλό Μιχάλη, Μπράβο!!!
::angel.:: ::angel.:: ::angel.:: | | Νικηφόρος Μελάς 22-10-2018 @ 20:56 | ::up.:: ::theos.:: ::up.:: πολύ καλή δουλειά!!! | | Σέσιλ 22-10-2018 @ 21:08 | Ξεχωριστό, γραμμένο εξαιρετικά, με πάρα πολύ κόπο !!!
::theos.:: ::hug.:: ::theos.:: | | kapnosa-v-ainigma 22-10-2018 @ 22:37 | Καλησπέρα....Θα το διαβασω ηρεμα αυριο...Θελει μελετη! καλο βράδυ ::love.:: | | νικολακοπουλος θανάσης 22-10-2018 @ 22:52 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | **Ηώς** 22-10-2018 @ 22:58 | Κι εσύ, ωραίε Ουόλτ Ουίτμαν, κοιμήσου στις όχθες του Χάτσον
με τη γενειάδα ως τον πόλο και τα χέρια σου ανοιχτά.
Μαλακέ άργιλε η χιόνι, η γλώσσα σου έχει καλέσει
συντρόφους που ποιμαίνουν την ασώματη γαζέλα σου.
(Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα: Ωδή στον Γουόλτ Γουίτμαν)
Ε Ξ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Κ Ο ΠΟΙΗΜΑ Μιχάλη! ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | Άηχος 22-10-2018 @ 23:33 | Είσαι καταπληκτικός όπως και ολόκληρη η προσπάθεια σου!!
Πραγματικά είναι εξαιρετικό ποίημα, που χάρηκα που το διάβασα.
Μπράβο!!! | | Αγιοβλασιτης 23-10-2018 @ 00:36 | Πολύ σπουδαία δουλειά. ...
Συγχαρητήρια.
| | νικολακοπουλος θανάσης 23-10-2018 @ 23:22 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|