| Του πύργου
Στου πύργου τα στενά σκαλιά, στέκει και καρτερεύει,
κόρη μικρή κι αμοναχή, την τύχη της γυρεύει,
στου μίτου το τελείωμα, στην καύτρα απ’ το καντήλι,
στις ορμηνιές της μάνας της, στου Κωνσταντή τα χείλη.
Θωρεί στ’ απέναντι χωριό τα κτήματα τους φράκτες
και σκέφτεται τις έχθρητες , σπίτια που έγιναν στάχτες.
Καιρούς που ο πύργος βούιζε μελίσσι φορτωμένο
κι όχι κουφάρι πέτρινο, έρημο, ατιμασμένο.
Ο κύρης της πάει καιρός, που εκεί στα κυπαρίσσια,
τον έθεσαν η αρχοντιά, η ανάγκη, τα μεθύσια.
Χαθήκαν τα κοπάδια του, τα κτήματα δασώσαν,
τα κάτεργα ξωκοίλανε κι οι προξενιές δεν σώσαν.
Η μάνα της απόμεινε σκιά του εαυτού της,
κινείται σαν το φάντασμα στα μέσα του σπιτιού της.
Κάνει την λάτρα σιωπηλή, φτιάχνει φαί, κεντάει,
ανάβει το καντήλι του, μα δεν τον συγχωρνάει.
Πέφτουν οι χρόνοι βάρβαροι, στου πύργου τα θεμέλια
κι ακούς μονάχα κλάματα, ξεχάστηκαν τα γέλια.
Κι εκεί στου πύργου τα σκαλιά, μένει μαρμαρωμένη,
κόρη μεγάλη , αμοναχή το τέλος της προσμένει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|