| Μάγκας
Μάγκας βαρύς κι’ ασήκωτος ψηλός σαν κυπαρίσσι
έκανε σκέψεις σοβαρές να πάει στο Παρίσι.
Είχε μεγάλο καημό να πάει στη Γαλλία
να δει τ’ αξιοθέατα να δει τη Μασσαλία.
Στο ένα χέρι έβαλε καδένα με ρολόι
στ’ άλλο του χέρι κράταγε το μαύρο κομπολόι.
Εκοίταζε αχόρταγα τον κόσμο που περνούσε
κάποια στιγμή κατάλαβε ο μάγκας πως πεινούσε.
Μια κοπελίτσα πρόσεξε μ’ ένα μικρό πανέρι
να βγάζει κάτι από κει και να του το προσφέρει.
Ο μάγκας χαμογέλασε το δώρο του κοιτούσε
σαν το λουκούμι έμοιαζε γιατί μοσχοβολούσε.
Σιγά-σιγά το άνοιξε και το ‘βαλε στο στόμα
είχε ωραίο άρωμα είχε ωραίο χρώμα.
Όσο αυτός το έγλειφε άρχισε να μυρίζει
κι’ ο μάγκας εκατάλαβε πως άρχισε ν’ αφρίζει.
Σε μια γωνιά σταμάτησε κρατώντας το πιγούνι
αφού τότε κατάλαβε πως έτρωγε σαπούνι.
Και άρχισε να τραγουδά να λέει μοιρολόι
και να χτυπάει ρυθμικά το μαύρο κομπολόι.
Γιάννης Μαυρόγιαννος
Από την Ποιητική μου συλλογή
4-12-218
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|