| Στο παραγώνι
Στο παραγώνι κάθεται, τα κούτσουρα καπνίζουν
κι ως ο καπνός ψηλά πετά, σκέψεις την βασανίζουν.
Η ζεστά δεν την ακούμπα, κρύα ψύχη και σώμα
κι αναπολεί την ζήση της. Αχ! πως βαστά ακόμα;
Μαύρη φαντάζει η κάμαρα απ’ τις καπνιές, τα χρονιά
κι απά στην έρμη κεφαλή, συνάχτηκαν τα χιόνια.
Έξω βοριάς λυσσομανά και δέρνει τα δεντρά της
και μες τα φυλλοκάρδια της, φυλά τα ξωτικά της.
Στον τοίχο ακόμα κρέμεται η κάπα του τσοπάνου,
που φόραγε ο άντρας της πριν φύγει κατά πάνου.
Κι η γκλίτσα του σε μια γωνιά, μαζί με την καρδάρα,
τώρα βουβή κι ανέγγιχτη , ρίχνει σκιά κατάρα.
Φύγαν στα ξένα τα παιδιά ριζώσαν σ΄ άλλους τόπους
κι απόμεινε αυτή εδώ να κλαίει για τους κόπους.
Να κλαίει, να μοιρολογά που έδωσε τη ζωή της,
να τ’ αναστήσει , μα έμεινε αυτή και το σκυλί της.
Γέρικο τώρα και κουφό, να την κοιτά στα μάτια
και να ζητά βοήθεια, αφού τα σκαλοπάτια …
Να τα ανέβει δεν μπορεί, να μπει μέσα στο σπίτι
κι ούτε να παίξει, να χαρεί με το μικρό σπουργίτι,
αυτό που δεν φοβάται πια κι έχει για σπιτικό του,
όλον τον τόπο της άυλης κι αυτήν αφεντικό του.
Ακόμα κάνει τις δουλείες, ακόμα πήζει γάλα,
γνέθει μαλλί και τα φυλά γεννήματα και άλλα.
Και λέει θα ‘ρθουν τα παιδιά, να ‘χω να τα φιλέψω
κι ως θα ‘χουν πάρει ανάστημα και κάτι να τους πλέξω.
Και λέει ταχταρίσματα και πλάθει κουλουράκια
και περιμένει να φανούν, ξάφνου, τα εγγονάκια.
Μα άπονος περνά ο καιρός, διαβαίνουνε οι χρόνοι
κι άγαλμα απόμεινε η γριά εκεί στο παραγώνι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|