| Η ηλακάτη
Κόρη πανώρια κάθεται
στου πύργου τα σκαλάκια
κι αργάζεται αμέριμνη
με τ’ άσπρα της χεράκια.
Η ηλακάτη της χρυσή
και το σφοντύλι ασήμι
και το μαλλίν της σαν αφρός
σύγνεφο και μπρισίμι.
Επέρασεν ο Κωνσταντής
ο μοσχαναθρεμμένος ,
την είδεν κι εθαμπώθηκεν,
αρρώστησε ο καημένος.
Μπερδεύτηκεν η σκέψη του,
στο πάλλευκο το νήμα
και η καρδιά του αιμορραγεί,
του έρωτα πλέον θύμα.
Πιάνει και στέλνει μια γραφή
στον κύρην, στη καλήν του
και λέει τους σκλάβος έγινεν
και θέλει την δικήν του.
|
![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | | Στατιστικά στοιχεία | | ![](skin/images/spacer.gif) | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | ![](skin/images/spacer.gif) | | | | ![](skin/images/spacer.gif) |
|