| Ο ΑΠΙΣΤΟΣ
Σαν ταμπούρλο η καρδιά του
ως σκεφτότανε τον Χάρο,
κι όταν ήρθε η σειρά του
τον επήρανε φαντάρο.
Μια μέρα, μπρος στον οπλουργό,
είπε το παλικάρι:
Του Χάρου τον δημιουργό
διάολος να τον πάρει.
Ο οπλουργός ήταν "καρφί".
[ Της μαμάς του το αιδοίο ]
Για τούτο εις το πι και φι
πήγε στο άλφα δύο:
- Καλώς τονε τον οπλουργό.
Τι τρέχει, βρε στραβάδι;
- Ο τάδε, τον Δημιουργό
έβρισε, χθες το βράδυ.
- Τι λες, γαμώ τη φάρα του.
τον πούστη, το κομούνι.
[ Άπιστος είναι; Βάρα του
ή κάμε τον σαπούνι. ]
--------------
Τρία χρόνια σε κελί,
κάπου, 'κει στην Ημαθία,
ζούσε όπως το σκυλί,
γιατί...έβρισε τα Θεία!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|