|
Τότε που παίζαμε κρυφτό,
μες στο παλιό προσφυγικό,
πού 'μεναν η κυρα-Λενιώ, με τον μπαρμπα-Λευτέρη
έμοιαζες βέργα λιγαριάς
μα ξεπετάχτηκες με μιας
κι έγινες ζουμερός γιαρμάς, μες σ' ένα καλοκαίρι..
Όσα κι αν περάσαν χρόνια,
ντάγκα-ντούγκα τα πιστόνια,
τα θυμάμαι να χτυπάνε στης καρδιάς μου το μοτέρ,
όταν κάτω, στην υπόγα,
μέσα στην αυλή του Ζιώγα,
σού 'κλεψα τα δυο φιλάκια, πού 'χαν γεύση σα λικέρ..
Έβγαινες κι όλη η Ρακτιβάν,
ξεκίναγε τα "-Ωχ, αμάν !
Έρχεται το καταμαράν !.." σαν σ' έβλεπαν ρε Ντίνα
κι έλεγα εγώ πως ο Θεός,
είναι καραβομαραγκός..
Δεν εξηγιώτανε αλλιώς, η φίνα σου καρίνα !..
Όσα κι αν περάσαν χρόνια,
ντάγκα-ντούγκα τα πιστόνια,
τα θυμάμαι να χτυπάνε στης καρδιάς μου το μοτέρ,
όταν κάτω, στην υπόγα,
μέσα στην αυλή του Ζιώγα,
σού 'κλεψα τα δυο φιλάκια, πού 'χαν γεύση σα λικέρ..
Μά 'ρθε σφοντύλι ο ουρανός,
σαν ήρθε ο Τρικαλινός,
ο γιατρουδάκος ο ξανθός, που σού 'βαλε στεφάνι
κι όταν σε πήρε μακριά,
στέναζε όλη η γειτονιά,
λες και καπνίζαν στο λουλά, της πίκρας το βοτάνι..
Όσα κι αν περάσαν χρόνια,
ντάγκα-ντούγκα τα πιστόνια,
τα θυμάμαι να χτυπάνε στης καρδιάς μου το μοτέρ,
όταν κάτω, στην υπόγα,
μέσα στην αυλή του Ζιώγα,
σού 'κλεψα τα δυο φιλάκια, πού 'χαν γεύση σα λικέρ..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 13 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|