| Ένα βράδυ τσίλιες φύλαγα που λές,
στον τεκέ του Φώτη στις εργατικές.
Μου την πέσαν τσάτσοι της χωροφυλακής,
σαν πρόσεχα τους μάγκες της παλιάς σχολής.
Έριχναν τα ζάρια,πίναν αργιλέ,
φέρναν και κορίτσια απ'το καμπαρέ.
Έιχαν και μπουζούκια κι έναν μπαγλαμά,
παίρναν καμιά τζούρα,παίζαν και τζουρά.
Στην οδό Θηλέως εικοσιοχτώ,
σύχναζαν ρεμπέτες από τον Έυοσμο.
Με τσακώσαν μάγκες,βγάλτε τρίχορδα,
γράψτε καμιά ρίμα,ρίξτε μιά πενιά.
Δυό μαύροι του την πέσανε εκείνο τον καιρό,
πάνω στα νιάτα του σχεδόν δεκαοχτώ.
Δυό μπάτσοι,τσάτσοι,θύτες,ασφαλίτες και αλήτες
τον σαπίσανε με δόλο στο στενό.
Ρε μπάτσοι το χαλάσατε απο τότε το παιδί
και απ'αντίδραση ξεκίνησε και φούμαρε πολύ.
Φούμαρε,φούμαρε,φούμαρε πολύ,
έμπλεξε με την φούντα αφ'ότου βγήκε απ'την στενή.
Στα μέρη μας ξανά'ρθε,έπιασε τον μπαγλαμά
να πεί της φυλακής την ρίμα στον τεκέ.
Ρε-λα-φα-σολ-φα-λα-φα-ρε-λα,
λα-φα-σολ-φα-λα-φα-ρε,σκάει ρε μάγκες τώρα το ρεφραίν.
Άραξε κυρ' αστυφύλαξ,για θα βρείς κανα μπελά,
οι ρεμπέτες γράφουν ρίμες στα στενά με μια πενιά. --2x
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|