| ΗΤΑΝΕ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΩΝ
Μέσα στη νύχτα, περπατώ,μονάχος, μες στον δρόμο.
τρέχουν τα δάκρυα βροχή,πονάω, και ματώνω,
σβύσανε τ άστρα, όλα πιά,πάει και το φεγγάρι,
δεν βγαίνει ο ήλιος , χάθηκε,του κόσμου το καμάρι,
ήτανε είκοσι χρονών,γεμάτος με ζωντάνια,
τον μπλέξανε , τον φάγανε,της νύχτας τα αλάνια,
του δόσαν , πρόστυχο καπνό,τούδοσαν, άσπρη σκόνη,
τον έκαναν και πήδηξε,έπεσε απ το μπαλκόνι,
τον μπλέξανε οι φίλοι του,που ήτανε ρεμάλια,
ήτανε όλοι τους κι αυτοί, χαμένοι, και χαρμάνια,
τώρα κοιτάζουν άφωνοι,ο φόβος τους παγώνει,
του χάρου η ανασαμιά, το ξέρουν, τους ζυγώνει,
κι αυτός, πατέρας τους κοιτά,και ξέρει, πως δεν φταίνε,
άλλοι τους μπλέξανε κι αυτούς, και τη ζωή τους καίνε,
δεν θέλει να τιμωρηθούν, γιατι είναι ξεχασμένοι,
από ανθρώπους και Θεό, σκληρά τιμωρημένοι,
ας ζήσουν, με τις τύψεις τους, βάρος μες στη ψυχή τους,
τώρα το ξέρουν, η σειρά, θάρθει και η δική τους.
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|