|
Πάλι μες τ'άνθη του Μπωντλέρ και στις βαλτονεριές του,
ωσάν υπάκουος μάρτυρας με τ'άθωρα δεσμά,
μονάχος μες το βάραθρο τ'άπειρου να βουλιάζω,
καθώς λατρεύγω 'σε πιστά, ω θεία επιθυμιά!
Γιατί παλεύω άραγε;Νόημα πια δεν έχει,
Δεν ημπορεί μπλιο χορτασμό να νιώσ'αυτ'η ψυχή
κι ανάδια μου η Ερίνυα που 'ν' αιμοδιψασμένη,
'π' τα σωθικά μου πορφυρό το αίμα να τρυγεί.
Κατάρα δείλαιη και χλωμή π'όλο με κατατρέχεις,
στο ματωμέν'ορίζοντα τ'ονείρου σε θωρώ
κι έχεις στην όψη λάγγεμα που πάθητα μου δίδει,
καθώς ατσάλινα καρφιά μου μπήγεις στο σταυρό.
Νυχτέρι ακατανίκητο που σκοτεινιά σκορπίζεις
κι απ'τσ'ουρανόφλεγες τρυγάς πάχνη των αστεριώ,
μέρωσε την ολόφλογη που καίει με φαντασιά
κι απ'τση λαγνείας σώσε με τ'ανέσπλαχνο θεριό.
Αράθυμα πια να γελώ σ'έρημα καταγώγια,
'κει που που βαριά μυρωδικά σουβλίζουν την ψυχή,
κουράστηκα και δεν βαστώ να πορπατώ στη μέθη,
που σπέρνει μες τσι φλέγες μου την μέλαινα χολή
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|