| Σαν σμίξανε του λευκού το λαγαρό με το απαλό χρυσό
το βλέμμα κύλησε στης γαλήνης την τρυφερή αγκαλιά
που αναπνέει μες στην ευωδιά των ερωτικών ρόδων,
των σεμνών γιασεμιών και των ονείρων των πιο ξακουστών.
Και από τα χείλη τους τα δροσερά ξεπήδησε η φωτιά
της ψυχής της καλοκαιρινής απάνεμης αμμουδιάς,
των χαμογελαστών κυμάτων και της ανέμελης χαράς
που οι σπίθες της ζωγραφίζουν του δειλινού την ομορφιά.
Δυο σώματα καυτά κύλησαν μες σε σεντόνια αγνά
για να πετάξουν σαν λεύτερα περιστέρια ειρηνικά
στους αιώνες και στους τόπους τους πιο κρυφούς και μακρινούς
ως μελωδία που καρποφορεί της γης τους πιο γλυκούς ανθούς.
Λάβα η σκάλα και η πλαγιά που οδηγεί στην ξαστεριά
των ωκεανών που κουβαλούνε τις ρίζες της ματιάς
της πρώτης πυρωμένης από βαθύ έρωτα καρδιάς
της μάνας της λογικής και της άγνωρης γάργαρης πηγής.
Μια πνοή ανέμου ρίγους, τρικυμίας και αναταραχής
ξυπνά σαν ψίθυρος σιγηλός τα ένστικτα των αγριμιών,
και γίνονται πάλι της συνέχειας οι μεγάλοι κυνηγοί
και της αστείρευτης αγάπης φάροι λαμπροί και φλογεροί.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|