| Οι λέξεις ήταν λίγες δεν μου αρκούσαν
Βρυχιόταν κι η ψυχή μες στα βαθιά
Γυάλιζε το φώς το θεϊκό και με πονούσαν
Τα μάτια μου από τη χαρά
Σαλεύαν τα παραπετάσματα εμπρός μου
Κι εβλεπα πριν το είδωλο μια μορφή
Πεταγόταν πια ελεύθερος ο εαυτός μου
Πανεύκολα σπάζαν κι οι φραγμοί
Απάντεχο φυσούσε βοριανέμι
Κι η άναρχη πνοή ανάβρυζε μεμιάς
Κόρη,κυρά γυναίκα άπλωνε χέρι που δεν τρέμει
Και τον φλογατο πόθο της πιο πλέριας παρθενιάς
Θα προχωρούσα κι άλλο αφου δεν μ'έβλεπε κανείς
Μα σείστηκε το νόημα κι άνοιξε το καγκελάκι
Αλλοπαρμένος ξέσκισα τα πέπλα της σιωπής
Και μπήκα σ' ένα του παραδείσου όμορφο σπιτάκι…
Ταιριασμένη ηταν η ώρα, ώρα να με τραβά
Κρασί του αγνού να πιώ αν είναι ας μεθύσω
Κι ολη ας ξυπνήσει η ουράνια γειτονιά
Σαν αηδόνι της αθανασίας αν τραγουδήσω
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|