| Θαλάσσια νέφη θανάτου και στόλοι βαρβάρων
μακριά εφανήκαν και πάλι στο αχνό θαλασσόφρυδο.
Μαύρα πανιά
που ο ήλιος ποτέ δεν εχρύσωσε.
Χνάρια αλλοφύλων πάνω στην άμμο
που το κύμα ποτέ δεν τα φίλησε.
Άνεμοι Σαρακηνοί,
ρίχνοντας γάντζο και σκοινί
στης νύχτας το φεγγάρι,
φορτώσαν το κούρσος στις μαύρες γαλέρες,
κονιορτό του ολέθρου αφήνοντας πίσω τους
και μάνες ανάχουρδες, καιρούς να χτυπιούνται
στης Κρήτης τ’ ακρόγιαλα
κι άλλες φωνές των παρθένων ακούστηκαν
δεμένες στα ξάρτια, που πάρθηκαν λάφυρα
στα γιουρούσια των μαύρων αλόγων.
Σάρκες βασιλέων πεταχτήκαν στα όρνια
και βραχνές φωνές δουλεμπόρων
σύραν αρχόντους, ανδράποδα
σε σπηλιές θαλασσόδερτες δίπλα στο κύμα.
Άγγελοι φοβεροί του πολέμου
στις πλαγιές και τους κάμπους εκάλπασαν,
τα νέα σκορπίζοντας απ’ του θανάτου τις
σάλπιγγες.
Μεγάλοι καπνοί σηκωθήκαν στα τρίκορφα
και θρήνος ανθρώπων στα φρούδια ακούστηκε,
παιδιά και γυναίκες και `ζα να μαζώξουν.
* * *
Πόσες φορές
αφήσαν τον κόπο τους στον οψιγιά απλωμένο
και το Δυσκό να ξ-αργεί απάνω στ’ αλώνι.
Στο βαρέλι, φαρμάκι το μούστο τους άφησαν,
πικρά να δουλεύει το αίμα του
για μέθυσα χείλη βαρβάρων.
Και της κόρης τα δάκρυα
στο μαντίλι εστέγνωσαν,
για πάντα αφήνοντας πίσω της
του έρωτα προξενητή ξετελεμένα τα λόγια.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|