| Μια νύχτα που είχε ξαστεριά
και η θάλασσα ήτανε γλυκιά
θέλησα να μιλήσω στη σιωπή
για να της πω για να μου πει.
Έψαχνα λέξεις και συλλαβές
που μου ήταν όλες πολύ γνωστές
που ζούσαν σε ερημικές γωνιές
που άστραφταν σαν χρυσές φωνές.
Και κάθε λεπτό και κάθε στιγμή
λευτέρωνα και μία από αυτή
μήπως και ζυγώσει τη λαλιά
που την κατέχουν άστρα φωτεινά.
Σιγή...σιγή όμως και ερημιά
και χάος και μαγική αστροφεγγιά
και ήταν βουβή όλη η νυχτιά
και 'γω μονάχος σαν την καλαμιά.
Ώσπου βάρυνε αβάσταχτα το κορμί,
και ξέφυγε το βλέμμα απ΄ τη ζωή
και μες στο όνειρο το πιο γλυκό
άκουσα τραγούδι μαγευτικό.
Ήταν μια κόρη σαν όμορφος ανθός
ήταν ίσως κρίνος αθώος λευκός
που 'χε το βλέμμα λαγαρής νυχτιάς
και τη λαλιά άσπιλης πυρκαγιάς.
Κείνη που σου καίει τα σωθικά
σαν τα βήματα γίνονται σκληρά
και κόβεις της πλάσης τα τρυφερά
και όλα τα μικρά λιανά κλαδιά.
Μα γω ζητούσα ζητούσα τη σιωπή
και κάτι από εκείνη να μου πει
μα δεν φτάνεις ποτέ στο πιο κει
αν δεν ασπρίσεις στην ψυχή...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|