| Το τηλεφώνημα
Κι εκειά που εμοιρολόγαγε, μόνη στην κάμαρην της,
εχτύπησεν το κινητό κι έχασε την φωνήν της.
Κι ωσάν την κλήση απαντά πια δεν κατέχει πράμα,
πως των ανθρώπων οι βουλές έτσα κακό της κάμα.
Ακούει τον Ρωτόκριτο να της μιλεί απ’ τον Άδη
και να της λέει έμαθε πως θα βρεθούν αμάδι.
- Κάμε μου λέει εσύ Αρετή μια κλήση πληρωμένη,
γιατί εμένα τώρα πια μονάδα δεν μου μένει.
Είναι τα τέλη ασήκωτα στης σκοτεινιάς τον τόπο,
μα ευτυχώς στον ύπνον των μιλούμε των ανθρώπω.
Την κλήση κάμνει η Αρετή τα μάτια κλει και βλέπει
και η φωνή του γνώριμη ως την ψυχή ξετρέχει.
Αρχίζει να της μαρτυρά τι έχει παθημένα
και πόσο την αναζητά εκεί που είναι στα ξένα.
-Ατέλειωτος πικρός καιρός ,θύμησες που πονάνε
κι η στέρηση σου Αρετή πολύ με τυρανάνανε.
Θα θελα να γινότανε να πάω πάλι πίσω,
στα χρόνια πριν να σε ειδώ προτού να σ’ αγαπήσω.
Μήπως και λύση διάφορη, ήθελε μου προκύψει,
να παν αλλιώς τα πράγματα να μην σε τρώει η θλίψη.
Κι ούτε κι εμένα, μάτια μου, να με κρατεί στον Άδη,
του κύρη σου η απονιά της μοίρας το σημάδι.
Μα αν δεν την βρω την βούληση ,να απαρνηθώ εσένα ,
κάμε το πρώτο βήμα εσύ, ζήσε χωρίς εμένα.
Κανε delete στην μνήμη σου, resert εις την καρδιά σου
και χτίσε μ’ ένα avatar ξανά τα όνειρα σου.
Και πες πως ο Ρωτόκριτος ήταν για λίγο μόνο,
μια των ματιών ψευδαίσθηση, στον άκαρδο τον χρόνο.
Και κράτησε στα χείλη σου μονάχα το φιλί μου
και στην καρδιά σου αγάπη μου επάνω την δική μου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|