| Πουλιά ζυγώνουνε κοντά
σε μια απόκρημνη γωνιά,
να δουν θέλουν μια εκκλησιά,
που ‘χουν τα βράχια αγκαλιά.
Σιωπούν, στέκουν βουβά,
αθόρυβα περπατούνε πια.
Έχουν κλεισμένα τα φτερά,
και μια αθώα ματιά.
Ακούνε ήχους κρυφούς,
από αγγέλους λευκούς,
που τα ποτίζουν με χαρά
και φεύγουν όλα χαρωπά.
Και σαν θα φύγει η στιγμή
που τα ‘χει άγγιξε το πιο κει
δεν θα 'χουν φόβο στην καρδιά,
θα κελαηδούν μαγευτικά.
|
![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | | Στατιστικά στοιχεία | | ![](skin/images/spacer.gif) | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | ![](skin/images/spacer.gif) | | | | ![](skin/images/spacer.gif) |
|