| Σ΄ ένα απόμερο νησί
ζω απομονωμένος
και απ΄ την κοσμική ζωή
τελείως ξεκομμένος.
Γι΄ αυτό, έφυγα ένα πρωί
κι ήρθα στην πολιτεία
την είδα αλλά δεν μου ΄κανε
εντύπωση καμία.
Περίμενα πως κάνοντας
μια βόλτα, ένα γύρο
θα έβλεπα ανθόκηπους
θα ΄χα μυρίσει μύρο
αλλά αντιθέτως, μ΄ έπνιξαν
οι τσιμεντένιοι όγκοι
που θα ΄θελα να ήτανε
κάμποι, βουνά και λόγγοι.
Κι οι άνθρωποι όμως γύρω μου
(αληθινό κοπάδι)
βάδιζαν με γοργούς ρυθμούς
απ΄ το πρωί ως το βράδυ.
Στην πόλη την πολυάνθρωπη
η ζέστη, η φασαρία
κι ο θόρυβος με έκανε
να νιώσω νοσταλγία
για τη δική μου, στο νησί
την όμορφη παρέα
που θα ΄πιναν τα ούζα τους
μακάρια κι ωραία
χωρίς αυτοί ν΄ ασφυκτιούν
στις πολυκατοικίες
αλλά εισπνέοντας εκεί
άρωμα από γαζίες.
Εδώ όμως, τ΄ αυτοκίνητα
που πέρναγαν αράδα
γρήγορα μου προκάλεσαν
αφόρητη ζαλάδα.
Και όταν λίγο αργότερα
πήγα στην παραλία
ο βούρκος μου προξένησε
μεγάλη αηδία
κι απ΄τη φυσιολογική
απογοήτευσή μου
χάλασε ύστερα εντελώς
και η διάθεσή μου.
Μου ΄ρθε ένας κόμπος στο λαιμό
που ένιωσα να με πνίγει
τα πράγματά μου ετοίμασα
και όπου φύγει- φύγει.
(Κάποιοι γνωστοί μου πρότειναν
λιγάκι να καθίσω
γιατί είπαν πως με τον καιρό
μπορεί να συνηθίσω
εγώ όμως τους απάντησα
ευθέως: «Δεν γουστάρω
αν μείνω λίγο ακόμα εδώ
με βλέπω να κλατάρω»).
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|