| Το παραμύθι της αράχνης
Έχτισε η αγάπη τη φωλιά της,στα πιό ψηλά σήμαντρα της
νεότητάς της,αναρριχήθηκε ως το φεγγάρι με την ελπίδα
συντροφιά της,..κι ο έρωτας από κοντά,της κράταγε το χέρι,
μουρμουρίζοντας θωπευτικά,πως μοιάζει η ζωή με καλοκαίρι,
μ'ένα θαύμα που νικάει κάθε χειμώνα,με άνοιξη που ανθίζει
και καρπίζει...κι ύστερα την ώθησε απαλά στο λιγωμένο
χώμα...
...Και σφράγισε μαζί της όλα τα καλοκαίρια,τα πρωινά,τις
νύχτες,τα μεσημέρια...κι έτσι κυλούσαν λαγαρά όλα τα
χρόνια,την αποκοίμιζε στην αγκαλιά του,τη σκέπαζε με τα
φιλιά του,τις κράταγε σφιχτά τα χέρια...και της ψιθύριζε
χαιδευτικά με τη γλυκιά λαλιά του...
...:- Κοιμήσου τώρα,πολυαγαπημένη κι άσε τι γράφουνε
τ'άστρα κι η μοίρα η πεπρωμένη...η ζωή ας περιμένει !
... Εκείνη όμως πάντα βιαστική κι ανατρεπτική, ποτέ
κανέναν δεν περιμένει,..δεν τους περίμενε κι ένα πρωί
- σαν κάθε πρωί που η αγάπη άνοιγε τα μάτια - ...ένιωσε
τη μοναξιά,να στέκεται κεί δά,με ξέπλεκες αλυσίδες τα
μαλλιά της,ζοφερά,πάνω της να χτίζει αράχνη, τη φωλιά
της...κι ο έρωτας - αγαπημένος - σφιχτά δεμένος και
βορά της,στο άθλιο στόμα της -φριχτά σφαγμένος-
Τρέχαν τα αίματα ως το φεγγάρι και της αγάπης τ'αναφι-
λητά καταποντίστηκαν βαθιά,μέχρι τον Άδη...μαζί με την
καρδιά της...Κι έτσι έφευγαν τρομαγμένα από μπροστά
της,όλα τα πρωινά,τα μεσημέρια,μα και τα βράδια της
- όλα τα χρόνια της - στην αδηφάγα μοναξιά της,πού 'σταζε
αίμα έως τ'αστέρια - την πεπρωμένη μοίρα που άφησε στη
μέση,που ποτέ δεν διάβασε - με αλυσίδες ξέπλεκες της αδί-
στακτης,τα ζοφερά μαλλία της,πάνω στο στρώμα της ελπίδας,
που η αγάπη είχε χτίσει τα όνειρά της,στα πιό ψηλά σήμαντρα
της νεότητάς της - του έρωτά της -.
...Κι έτσι,από τότε δεν ξανακούστηκε - ούτε εκείνου - η γλυκιά
φωνή του,να λέει: - Ψυχή μου,αγαπημένη,ψιθυριστά,...πως
η ζωή μοιάζει μ'ένα μεγάλο θαύμα που νικάει στο τέλος,κάθε
φορά,κάθε χειμώνα,...βουβάθηκε για πάντα και κύλησε στο χαλα-
σμένο απ' την πάλη χώμα κι ύστερα στην Άβυσσο,καθώς
τον κράταγε γερά,σφιχτά δεμένο η μοναξιά,στην αραχνένια
αγκαλιά της.
Τα αίματα αναρριχήθηκαν ως το φεγγάρι και τα αναφιλητά
έφθασαν βαθιά στον Άδη,μαζί με τ'άψυχό του σώμα...Και
ζήσαν,άλλοι καλά - μετά απ' αυτό - κι άλλοι καλύτερα,...ενώ
κάποιοι ανέλπιδα περίμεναν ακόμα,να ολοκληρωθεί,...το
τίποτα...Κι η αράχνη στωικά,επίμονα,στεκόταν στη σκοτεινή
γωνιά της,αθέατη,εκεί υφαίνοντας τους ιστούς της,το αδηφά-
γο νήμα της-μνήμα της - καρτέρι,κλώθωντας για τους επόμενους
- βορά και λεία της - με ορθάνοιχτο το φρικαλέο στόμα της...
πάνω από κάποιο στρώμα...στα πιό ψηλά τα σήμαντρα,σίγουρη
πάντα για τον εαυτό της και το μεταξένιο- πορφυρένιο -
νήμα της - αχ ! Αράχνη -
Αν μόνο είχαν διαβαστεί τ'αστέρια,ίσως κι η ζωή τους να
περίμενε ένα ευτυχισμένο τέλος,μ'αμέτρητα ακόμη καλοκαίρια
στα σήμαντρα της νιότης τους - αχ! Ελπίδα,αχ!Έρωτα,αχ! Αγάπη.
Ένα θαύμα που ποτέ δε θά'ρθει,...γιατί δεν νικιέται πάντοτε ο χειμώνας,
ούτε ο θάνατος...και τα χέρια χωριστά,αποκομμένα από το βασανι -
σμένο σώμα,δίκαια να αποζητούν - για το κακό - εκδίκηση.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|