| [B] Ο Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ (γερμ. Carl Maria von Weber, 18 ή 19 Νοεμβρίου 1786 - 5 Ιουνίου 1826) ήταν Γερμανός συνθέτης, μαέστρος, πιανίστας, κιθαρίστας και κριτικός, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της ρομαντικής περιόδου. Τα πιο γνωστά του έργα είναι οι όπερες "Ελεύθερος σκοπευτής", Ευρυάνθη", "Όμπερον" κτλ., τα οποία επηρέασαν σημαντικά την ανάπτυξη του Ρομαντισμού στη Γερμανία.
O Βέμπερ υπήρξε ο πρώτος πραγματικός ρομαντικός συνθέτης, γιατί το έργο του εκφράζει συναισθήματα αντί να προσκολλάται στις κλασικές φόρμες. Εξάλλου, υπήρξε ιδρυτής της γερμανικής εθνικής όπερας, γράφοντας όπερες στα γερμανικά κυρίως παρά στα ιταλικά και μεταχειριζόμενος ιστορίες από τους αρχαίους γερμανικούς θρύλους. Γι΄αυτό ο Ρίχαρντ Βάγκνερ τον χαιρέτησε ως πρόδρομό του. Οι ευαίσθητες πολύχρωμες μελωδίες του Βέμπερ καθρεφτίζουν τόσο την εποχή του - τον πρώιμο 19ο αιώνα - όσο και την εύθραυστη υγεία του.[/B]
[/I]Ο Καρλ Μαρία φον Βέμπερ γεννήθηκε στη μικρή πόλη Έουτιν, κοντά στο Λίμπεκ της Βόρειας Γερμανίας, στις 18 Νοεμβρίου του 1876. Ο Βέμπερ πίστευε πως το αριστοκρατικός "φον" οφειλόταν σε κάποιον πρόγονό του βαρόνο. Σήμερα, όμως, είναι γνωστό, ότι το "φον" ήταν ευφάνταση επινόηση του πατέρα του - οι Βέμπερ δεν υπήρξαν γαλαζοαίματοι.
Προερχόταν, ωστόσο, ο Βέμπερ από μια οικογένεια με ιδιαίτερη μουσική παράδοση. Ο πατέρας του, ο 52άχρονος Φραντς Άντον, ήταν μουσικός της πόλης, στο παρελθόν όμως είχε διατελέσει Μουσικός Διευθυντής του Επισκόπου του Λίμπεκ. Η μητέρα του Βέμπερ, Γενοβέφα, ήταν η δεύτερη γυναίκα του Φραντς Άντον. Ήταν ηθοποιός και τραγουδίστρια και 32 χρόνια νεότερη του άντρα της. Μια διάσημη ξαδέρφη τους ήταν η Κονστάνς Βέμπερ, η γυναίκα του Μότσαρτ. Ο νεαρός Βέμπερ είχε διάφορους ετεροθαλείς αδελφούς, που ήταν κι αυτοί μουσικοί.
Δάσκαλοί του υπήρξαν: ο ετεροθαλής αδελφός του Φρίντολιν, ο Μίχαελ Χάϋντν(αδελφός του Γιόζεφ Χάϋντν).
Ο Βέμπερ εγκαταστάθηκε διαδοχικά στο Ζάλτσμπουργκ, στη Βιέννη, και τελικά στη Δρέσδη όπου ανέλαβε τη Διεύθυνση της Όπερας της πόλης .Ο Βέμπερ αντιμετώπισε ισχυρή αντίδραση στην προσπάθειά του να καθιερώσει τη γερμανική όπερα στη Δρέσδη, όπου η ιταλική όπερα κυριαρχούσε. Τότε, όμως, διέθετε πολύ περισσότερη αυτοπεποίθηση. Γιατί όχι μόνο είχε διευθύνει γερμανικές όπερες (Ο Μαγικός Αυλός του Μότσαρτ και Φιντέλιοτου Μπετόβεν), αλλά είχε συνθέσει και το δικό του ρομαντικό αριστούργημα, τον Ελεύθερο Σκοπευτή, που πρωτοπαρουσιάστηκε θριαμβευτικά στις 18 Ιουνίου του 1821 στο Βερολίνο.
Πολύ σύντομα, ο Βέμπερ έγινε διάσημος ως ο υπέρμαχος της γερμανικής όπερας. Το 1823, επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου συνάντησε τον Μπετόβεν. Την ίδια χρόνια άρχισε να εργάζεται πάνω στην επόμενη όπερά του, την Ευρυάνθη.
Ο φόρτος εργασίας και τα ταξίδια τον αποδυνάμωσαν και η φυματίωσή του, που είχε εμφανιστεί το 1818, επιδεινώθηκε. Το 1824 τον κάλεσαν στην Αγγλία να συνθέσει μια όπερα,τον Όμπερον. Οι γιατροί τον προειδοποίησαν πως το ταξίδι θα ήταν μοιραίο, όμως ο Βέμπερ φοβόταν μήπως η οικογένειά του απειληθεί από τη φτώχεια (είχε πια αποκτήσει πολλά παιδιά) και θεώρησε υποχρέωσή του να αποδεχτεί μια τόσο συμφέρουσα πρόταση.
Μετά από ένα σπαραξικάρδιο αποχαιρετισμό με οικογένεια και φίλους, έφυγε για την Αγγλία, το Φεβρουάριο του 1826, σταματώντας στο Παρίσι για να συναντήσει το Ροσίνι. Έφτασε στο Λονδίνο το Μάρτιο, όπου τον αποθέωσαν κατά την υποδοχή. Η πρεμιέρα του Όμπερον, στις 12 Απριλίου είχε τεράστια επιτυχία. Ο Βέμπερ, όμως, ήταν πλέον βαριά άρρωστος κι αποζητούσε την οικογένειά του. Δυστυχώς, προτού μπορέσει να επιστρέψει, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του, το πρωί της 5ης Ιουνίου του 1826. [I]
[B] Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνος εμφανίζεται ένα νέο είδος μουσικοδράματος, η «Ρομαντική Όπερα» ή Romantische Oper όπως θα την ονομάσουν οι Γερμανοί, οι οποίοι είναι και εκείνοι που θα την αναπτύξουν. Το περίεργο πάντως είναι πως τεχνικά, το συγκεκριμένο είδος θα δανειστεί περισσότερα στοιχεία από την γαλλική Opéra Comique που εμφανίστηκε μετεπαναστατικά στα θέατρα του Παρισιού, παρά από τους τραγουδιστούς διαλόγους του Singspiel. Η μεν όπερα στην Γερμανία, όπως ακόμη το μπαλέτο και το θέατρο θα προσελκύσουν τους μεγαλοαστούς και την αριστοκρατία, ενώ τα Sinhspiele απευθύνονται στους μικρομεσαίους και ιδιαίτερα στην επαρχία.Η Romantische Oper θα υπερτονίσει τον ρόλο της ορχήστρας, θα χρησιμοποιήσει το Reminiszenmotiv ως μουσικό σχήμα μιας ανάμνησης ενός τόπου, ενός ανθρώπου, μιας καταστάσεως Το είδος θα αναπτυχθεί και θα φθάσει στο αποκορύφωμά του με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, ειδικώς δε με τον Ιπτάμενο Ολλανδό, τον Τανχώυζερ, τις Νεράιδες και την Απαγόρευση της Αγάπης. Σταδιακά όμως, και αφού επεξεργαζόμενος το Reminizsmotiv θα δημιουργήσει το πιο δραματικό Leitmotif, θα εγκαταλείψει την δεξαμενή αντλήσετε της θεματολογίας της Ρομαντικής Όπερας και θα ανατρέξει σε μύθους, θρύλους και φύση
Ο θρύλος του “Ελεύθερου σκοπευτή” ήταν γνωστός στους Γερμανούς από τον 14ο αιώνα. Ο σκοπευτής συνάπτει συμβόλαιο με τον Διάβολο. Του παραδίδει την ψυχή του με αντάλλαγμα έξι σφαίρες οι οποίες κατευθύνονται με ακρίβεια στους στόχους που έχει επιλέξει ο σκοπευτής. Αυτές οι Freikulgen, οι «ελεύθερες σφαίρες», υπακούουν στη βούληση του σκοπευτή, όμως υπάρχει και μια έβδομη, η οποία στρέφεται στον στόχο που επιλέγει ο ίδιος ο διάβολος.Ο Βέμπερ θα συνθέσει τον «Ελεύθερο σκοπευτή», την πρώτη όπερα του γερμανικού ρομαντισμού, πάνω στο λιμπρέτο του Γιόχαν Φρίντριχ Κιντ, ιδέα του οποίου ήταν η μεταφορά της νουβέλας των Άπελ και Λάουν
Η ορχηστρική εισαγωγή της όπερας ήταν ένα από τα τελευταία μουσικά μέρη που συνέθεσε το 1920 ο Βέμπερ, προκειμένου να επιτύχει έναν διπλό στόχο. Αφενός να αποτελέσει μια αυτόνομη σονάτα και αφετέρου να λειτουργήσει και ως σύνοψη του συνολικού έργου. Τόπος της ιστορίας είναι η Βοημία. Και χρόνος, η δεκαετία του 1650, περί το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου.[/B][I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|