Των μαλλιών σου οι πλεξίδες μού’ χουν φέρει καταιγίδες
και μ’ ανάβουν πυρκαγιά
των βλεμμάτων σου οι μπόρες με ριπές θανατηφόρες
μου γαζώνουν την καρδιά.
Αίσθημά μου φλογισμένο μ’ έχεις κάνει τρελαμένο
και μου πήρες το μυαλό
που με πάει σαν το τρένο να σκουριάσει ξεχασμένο
στων χεριών σου το σταθμό.
Μέρα νύχτα σ’ ανασαίνω, χάνομαι και σε ποθώ
σαν πουλί ταξιδεμένο μ΄ έχεις μάθει να πετώ
σ’ ένα κόσμο που πεθαίνω να σου λέω σ’ αγαπώ.
Μ' έχεις στ΄ άρμα σου ζεμένο με τον πιο γλυκό ζυγό
μού’ γινες κατεστημένο και για σένα μόνο ζω,
μ’ αν δεν σ’ έχω αρρωσταίνω απ’ αγιάτρευτο καημό.
Η κατάλευκή σου σάρκα στο μυαλό μου κάνει τσάρκα
και μου γίνεται θηλιά
τα βελούδινά σου χείλη μ’ έχουν φως μου εξοκείλει
στων ονείρων τη στεριά.
Είδωλό μου λατρεμένο απ’ τη ζάλη δεν χορταίνω
το σεισμό σου να κοιτώ,
που μ’ αφήνει μαγεμένο να μην ξέρω πού πηγαίνω,
πού μαζί σου θα βρεθώ.
Μέρα νύχτα σ’ ανασαίνω, χάνομαι και σε ποθώ
σαν πουλί ταξιδεμένο μ΄ έχεις μάθει να πετώ
σ’ ένα κόσμο που πεθαίνω να σου λέω σ’ αγαπώ.
Μ' έχεις στ΄ άρμα σου ζεμένο με τον πιο γλυκό ζυγό
μού’ γινες κατεστημένο και για σένα μόνο ζω,
μ’ αν δεν σ’ έχω αρρωσταίνω απ’ αγιάτρευτο καημό.