| Σε μιά κόλλα λευκό χαρτί κλεισμένη στο συρτάρι
ποντάρει πλουμιστό γραπτό να αποτυπωθεί
δεν ειν' απλό χαρτί γι' αυτόν μα μοιάζει με σκυτάλη
που πάρθηκε απ' τις Μούσες μπας και ανυψωθεί
Σαβουροκαθάρισε σε εφτά μετακομίσεις
ούτε που το πέταξε ουτ΄έγραψε παλάτια
χρησίμευσε μέσα στ' άλλα σαν σελιδοδείκτης.
Χοροπηδούσαν λέξεις σαν έκλεινε τα μάτια
Γυρόφερνε στο μπαρ το έργο να εκκολάψει
πιο εύκολο θα ήταν στο μυαλό να το βουτούσε
προσδοκούσε βαρετή παρέα για να γράψει
στο τέλος όμως της βραδιάς κερνούσε και μεθούσε
Για μουσικό χαλί, σταγόνες απ' τη βρύση
Ο κόσμος ν' ανοιχτεί, να γευτεί άλλα καλούδια
ικανό το τέχνασμα, νου να συντονίσει
όμως αυτά που είδε, δεν μπαίνουν σε καλούπια
Κρίμα οι Γουτεμβέργιοι, τσάμπα οι Τσάοι Λουν
τα δέντρα που κοπήκαν και γίναν χαρτομάζα
λαχτάρα που οργίαζε να πει ότι δεν πουν
άρρητη παρέμεινε, χαρτί-τάμπουλα ράζα
Το 'χάνε, το ξανάβρισκε όπως τον εαυτό του
ωσότου που κιτρίνισε και γέρασε μαζί του
Του ήρθε τότε φευγαλέα σκέψη, λάμψης κρότου
πως μάλλον έτσι γράφεται το έπος της ζωής του
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|